Σε μείωση των τιμών του ηλεκτρισμού για τον τελικό καταναλωτή με πυλώνα την ταχεία ανάπτυξη των ΑΠΕ και τον εξηλεκτρισμό της τελικής κατανάλωσης στοχεύει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Όπως περιγράφεται στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση έως τις 16 Σεπτεμβρίου από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, οι τιμές ηλεκτρισμού για τον τελικό καταναλωτή θα μειωθούν, ενώ η ανάγκη για επιδοτήσεις θα περιοριστεί μέσω συγκεκριμένων δράσεων που θα συμβάλλουν στην εξασφάλιση σταθερότερων και χαμηλότερων τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, ενισχύοντας παράλληλα την ενεργειακή ασφάλεια.
Σύμφωνα με τους στόχους κατά την δεύτερη περίοδο του σχεδιασμού (2030-2040) οι ΑΠΕ θα αρχίσουν να ξεπερνούν το 75% ως ποσοστό συμμετοχής στην ηλεκτροπαραγωγή, φτάνοντας πάνω από 99% στο τέλος της περιόδου. Ωστόσο οι μονάδες φυσικού αερίου, που θα επηρεάζονται και από το αυξημένο κόστος δικαιωμάτων εκπομπής ΑτΘ, θα συνεχίσουν να διατηρούν μετρήσιμο ποσοστό στο συνολικό μείγμα για τη δεκαετία αυτή.
Ειδικότερα, τη συγκεκριμένη περίοδο οι τιμές ηλεκτρισμού στον τελικό καταναλωτή θα μειωθούν με δράσεις:
1. Ανάπτυξης των ΑΠΕ ισόρροπα ανά κατηγορία (φωτοβολταϊκά, αιολικά, υδροηλεκτρικά) και επί τη βάσει προγραμματισμού βάσει των αναγκών, με κριτήριο την ελαχιστοποίηση των περικοπών, και ταυτόχρονα ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας,
2. απόκρισης (μετατόπισης) ζήτησης στις ώρες υπερπροσφοράς των ΑΠΕ,
3. συγκράτησης σε εύλογα επίπεδα του κόστους των ρυθμιζόμενων χρεώσεων που σχετίζονται με την ανάπτυξη δικτύων σε συνδυασμό με τη σταδιακή μείωση, ως την οριστική εξάλειψη, των ρυθμιζόμενων χρεώσεων που σχετίζονται με τις ΑΠΕ (ΕΤΜΕΑΡ - αφού θα λήξουν οι συμβάσεις με υψηλές επιδοτήσεις), και την επιδότηση των καταναλώσεων στα νησιά (ΥΚΩ – αφού θα έχουν υλοποιηθεί οι διασυνδέσεις),
4. μεταφοράς του χαμηλού κόστους ΑΠΕ στον τελικό καταναλωτή με PPAs και ανάπτυξη της αυτοπαραγωγής. Άλλωστε ειδικές δράσεις σχεδιάζονται ήδη με άξονα την τοπική αυτοδιοίκηση.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, όπως αναφέρεται στο ΕΣΕΚ, είναι φανερή η ανάγκη αναθεώρησης του μοντέλου της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να είναι καλύτερα προσαρμοσμένο σε ένα σύστημα όπου το μεταβλητό κόστος παραγωγής (κόστος καυσίμου) επηρεάζει ελάχιστα το μεγαλύτερο μέρος της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας (που θα είναι από ΑΠΕ) ενώ αντίθετα παραμένει η ανάγκη για κατανεμόμενες μονάδες παραγωγής που θα εξασφαλίζουν τη σταθερότητα και την ασφαλή τροφοδοσία σε ακραίες συνθήκες.
Γι’αυτό, εκτιμάται ότι θα χρειασθεί σχεδιασμός κατάλληλου εθνικού μηχανισμού αποζημίωσης μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο, δεδομένου ότι την περίοδο 2030 - 2040 εκτιμάται ακόμα μεγαλύτερη μείωση των ωρών λειτουργίας τους λόγω της ανάπτυξης εγκαταστάσεων αποθήκευσης ενέργειας. Η παρουσία μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση σε όλα τα ενδεχόμενα της ευστάθειας και ασφάλειας τροφοδοσίας του ηλεκτρικού συστήματος σε όλη την περίοδο ενεργειακής μετάβασης μέχρι το έτος 2050. Είναι δε ευνόητο ότι τα δίκτυα φυσικού αερίου θα παραμείνουν ενεργά για την τροφοδοσία (μεταξύ άλλων) των ανωτέρω μονάδων, καθώς και για τη διακίνηση του βιομεθανίου. Παράλληλα, πετρελαϊκές μονάδες σε ψυχρή εφεδρεία θα χρειασθεί να παραμείνουν ενεργές και για τα νησιά για τις περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης (π.χ. λόγω βλάβης των ηλεκτρικών διασυνδέσεων).
Με το μετασχηματισμό αυτό της αγοράς, στόχος είναι, μεταξύ άλλων, το χαμηλότερο κόστος παραγωγής λόγω αυξημένης διείσδυσης ΑΠΕ να αντανακλάται στο τελικό κόστος για τον καταναλωτή. Έτσι, κρίνονται αναγκαίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι κατάλληλες μεταρρυθμίσεις ώστε να διασφαλισθεί η μεταφορά του σταθερού κόστους των ΑΠΕ στον τελικό καταναλωτή σε όλες τις συνθήκες με ανασχεδιασμό του μοντέλου αγοράς. Σημειώνεται επίσης ότι η διαφαινόμενη προσδοκία μείωσης του κόστους παραγωγής του πράσινου υδρογόνου (λόγω βελτίωσης της αποδοτικότητας της τεχνολογίας και παράλληλης μείωσης των τιμών ρεύματος) ιδίως συγκρινόμενη και με την αύξηση των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπής ΑτΘ, θα επιτρέψει σε ποσότητες πράσινου υδρογόνου να εγχέονται στα δίκτυα φυσικού αερίου από το έτος 2035, εντός των ορίων που κατά περίπτωση θα ισχύουν για το διασυνοριακό εμπόριο αλλά και τις τεχνικές δυνατότητες των μονάδων καύσης.