Εχθές ο εκπρόσωπος του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, Ντμίτρι Πεσκόφ, δήλωσε πως «τα προβλήματα με την άντληση φυσικού αερίου προέκυψαν λόγω των κυρώσεων που επέβαλαν οι δυτικές χώρες εναντίον της χώρας μας και πολλών εταιρειών», πετώντας το μπαλάκι των ευθυνών προς τις ΗΠΑ, την ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τον Καναδά, την Αυστραλία και όλες τις άλλες χώρες που έχουν συνασπιστεί γύρω από αυτές.
Ειδικά για την ΕΕ η κατάσταση πρόκειται να επιδεινωθεί ραγδαία, παρά την αυξημένη αποθήκευση φυσικού αερίου στις αποθήκες που σε πανευρωπαικό επίπεδο φτάνει το 90%. Παρ’ όλα αυτά η Ρωσία αποτελεί τη σημαντικότερη χώρα απ’ όπου ενεργειακά εξαρτώνται τα κράτη μέλη της ΕΕ, καθώς πριν από έξι μήνες, δηλαδή πριν τον πόλεμο, αποτελούσε τον μεγαλύτερο εξαγωγέα, όχι μόνο φυσικού αερίου και πετρελαίου, αλλά και ουρανίου και άνθρακα προς την ΕΕ. Με άλλα λόγια η ΕΕ εξαρτά κατά 34% τις συνολικές της εισαγωγές από τα ρωσικά ενεργειακά προϊόντα.
Το κόστος για την Ρωσία
Βέβαια αντίστοιχα αυτό σημαίνει πως για τη Ρωσία η ΕΕ αποτελούσε πριν από την κρίση τη σημαντικότερη πηγή εσόδων από εξαγωγές στην αγορά ενέργειας και άρα κατ’ επέκταση τη βασικότερη πηγή εισροών σε ξένο συνάλλαγμα. Ακόμα και αν η Ρωσία στρέφεται σε αγορές προς την Ινδία ή την Κίνα, οι τιμές πώλησης μέχρι στιγμής είναι σαφώς χαμηλότερες, αλλά για ίδιες ποσότητες τα έσοδα είναι αρκετά πιο περιορισμένα. Αυτό καταδεικνύει πως η σχέση των δύο πλευρών, ΕΕ – Ρωσίας, ήταν μια σχέση αλληλεξάρτησης που η διατάραξή της θα προκαλέσει κλυδωνισμούς μοιραία και στα δύο μέρη.
Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνεται και από την έκθεση που έφερε εχθές στο φως της δημοσιότητας το Bloomberg, η οποία αποτελεί εσωτερικό έγγραφο της ρωσικής κυβέρνησης. Στην έκθεση αυτή εκφράζονται ανησυχίες για το κόστος που θα πληρώσει η ρωσική οικονομία αν το Κρεμνλίνο συνεχίσει να αυξάνει τον ανταγωνισμό με τη Δύση. Συγκεκριμένα οι συντάκτες της έκθεσης προειδοποιούν για «μειωμένους όγκους παραγωγής σε μια σειρά τομέων με εξαγωγικό προσανατολισμό».
Όπως είναι αναμενόμενο, οι τομείς αυτοί είναι το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, τα μέταλλα, τα χημικά και τα προϊόντα ξύλου. Πρόκειται για τομείς που, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, αποτελούν μοχλούς της οικονομίας.
Με οικονομικούς όρους, μόνο η μείωση του φυσικού αερίου προς την Ευρώπη θα έχει κόστος 44 δις ρουβλίων, δηλαδή 6,6 δις δολάρια ετησίως, τα οποία δεν μπορεί να ανακτηθούν από άλλες αγορές – όπως παραδέχεται η έκθεση.
Το κόστος για την ΕΕ
Διακοπή ενεργειακού εφοδιασμού από πλευράς Ρωσίας κατά την τελευταία 15ετία έχει υπάρξει και άλλες φορές, το 2006 και το 2009. Τότε οι χώρες που επλήγησαν περισσότερο ήταν η Αυστρία, η Γαλλία, η Σλοβακία και η Πολωνία.
Σήμερα σύμφωνα με σχετική μελέτη της Goldman Sachs τον Ιούλιο, δεδομένων των παραπάνω, θα πρέπει να αναμένεται αύξηση των τιμών στο φυσικό αέριο, η οποία θα επηρεάσει τις τιμές στην ηλεκτρική ενέργεια. Η αύξηση των τιμών θα λειτουργήσει επιβαρυντικά στον πληθωρισμό, καθώς, όπως έχει συμβεί μέχρι σήμερα, οι επιχειρήσεις θα μετακυλήσουν το ενεργειακό κόστος στο ράφι. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως το βάρος που θα σηκώσει κάθε νοικοκυριό θα αγγίζει τα 500 ευρώ επιπλέον.
Σύμφωνα με έρευνα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, μια διακοπή φυσικού αερίου που θα διαρκέσει επί μακρόν και θα βρει την Ευρώπη να ελλιπή προσφορά φυσικού αερίου ή με προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι πρώτες χώρες που θα πληγούν θα είναι αυτές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες έχουν υψηλό βαθμό εξάρτησης. Έτσι εκτός από τη Γερμανία και την Ιταλία, που αποτελούν βιομηχανικές δυνάμεις που εξαρτώνται σημαντικά από την Ρωσία, άλλες χώρες που θα υποστούν σημαντικές συνέπειες θα είναι η Ουγγαρία, η Σλοβακία και η Τσεχία.
Με αυτά τα δεδομένα θα πρέπει να συνυπολογίσουμε στις συνέπειες μιας διακοπής των ροών του ρωσικού φυσικού αερίου και τις πολιτικές αναταραχές που ενδεχομένως αναπτυχθούν στους κόλπους της Ένωσης. Σε αυτή τη φάση δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει πως η συνοχή της ΕΕ δοκιμάζεται, αφού θεωρείται βέβαιο πως οι μικρότερες χώρες με τη μεγαλύτερη ρωσική εξάρτηση θα κληθούν να αντιμετωπίσουν πολλαπλές συνέπειες σε σύγκριση με τους υπόλοιπους.
Πλέον η ΕΕ θα πρέπει να στραφεί σε άλλες πηγές για την ενεργειακή της τροφοδότηση. Παραδείγματα παραδοσιακών προμηθευτών μέχρι στιγμής αποτελούν το Αζερμπαϊτζάν, χώρες του ΟΠΕΚ, η Νορβηγία και η Αλγερία. Από την Αλγερία, το Κατάρ, τη Νιγηρία και προσφάτως τις ΗΠΑ η ΕΕ στρέφεται για να καλύψει τις ανάγκες της σε υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG).