Σύμφωνα με το σχέδιο προϋπολογισμού ο νέος καθαρός δανεισμός θα ανέλθει στα 45,6 δις ευρώ, όταν το 2022 ήταν 17,2 δις ευρώ.
«Βρισκόμαστε σε μια εποχή μεγάλης οικονομικής αβεβαιότητας», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών Κριστιαν Λίντνερ στον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό ARD.
Ο Λίντνερ τόνισε ωστόσο ότι η Γερμανία θα επιστρέψει στο συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο χρέους» το 2023, το οποίο περιορίζει τον ετήσιο νέο δανεισμό στο 0,35% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.
Η κυβέρνηση ήρε το «φρένο χρέους» στην αρχή της πανδημίας του κορωνοϊού το 2020 για να μετριάσει το πλήγμα από το κλείσιμο.
«Το συνολικό επίπεδο αποθήκευσης στη Γερμανία ανέρχεται στο 100%», ανέφερε η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δικτύων κατά τη διάρκεια της καθημερινής ενημέρωσης, σχετικά με τα αποθέματα φυσικού αερίου, κάτι που δεν αρκεί όμως για να καλύψει τη διαφορά από την απότομη απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Στην ανακοίνωσή της η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δικτύων πρόσθεσε ότι ορισμένοι χώροι αποθήκευσης ήταν φυσικά ικανοί να συγκρατούν περισσότερο αέριο και ότι η δημιουργία αποθεμάτων «μπορεί να συνεχιστεί ακόμη και όταν το επίπεδο είναι 100 τοις εκατό».
Στο σχέδιο προϋπολογισμού καταγράφεται ότι η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση αναμένει ότι η γερμανική οικονομία θα οδηγηθεί σε ύφεση το επόμενο έτος και θα συρρικνωθεί κατά 0,4%.
Ενδεικτική της ανησυχίας που επικρατεί αποτελεί η πρόταση της Επιτροπής Οικονομικών Συμβούλων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης που πρότεινε στις αρχές Νοεμβρίου την προσωρινή αύξηση των φόρων στα υψηλότερα εισοδήματα για να βοηθήσει στη χρηματοδότηση των νέων δαπανών.
Αλλά ο υπουργός Οικονομικών απέκλεισε οποιαδήποτε αύξηση φόρων. «Αυτό θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο από οικονομική άποψη και θα ήταν εις βάρος των θέσεων εργασίας και των επενδύσεων», δήλωσε στο ARD.
Το ενθαρρυντικό γεγονός για την κατάσταση στην Γερμανία είναι πως οι εταιρείες και οι καταναλωτές έχουν εισακούσει τις κυβερνητικές εκκλήσεις για μείωση της κατανάλωσης.
Φυσικά η μείωση της κατανάλωσης πέραν από τη στάση των πολιτών και των επιχειρήσεων, διευκολύνεται και από τις ήπιες φθινοπωρινές καιρικές συνθήκες που έχουν καθυστερήσει την παραδοσιακή έναρξη της περιόδου θέρμανσης, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η πρόσφατη χρήση φυσικού αερίου ήταν «κάτω από τη μέση κατανάλωση των τελευταίων τεσσάρων ετών» λόγω θερμοκρασιών που ήταν 1,9 βαθμούς Κελσίου (35,4 βαθμούς Φαρενάιτ) θερμότερες από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια, έχει επισημάνει σε σχετικό ενημερωτικό δελτίο η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δικτύων.