Ακόμα ένα καλοκαίρι, γινόμαστε μάρτυρες μεγάλων καταστροφών σε δεκάδες περιοχές στη χώρα, σε ζωτικά οικοσυστήματα που αυτές φιλοξενούν, σε αναρίθμητα χερσαία/ οικόσιτα ζώα, αλλά και σε περιουσίες εκατοντάδων ανθρώπων που επλήγησαν από τις πυρκαγιές. Και δυστυχώς, γνωρίζουμε πως όσο ο παράγοντας της κλιματικής κρίσης είναι υπαρκτός, θα βιώνουμε πυρκαγιές ακόμα μεγαλύτερης έντασης, συχνότητας και δριμύτητας στα αμέσως επόμενα χρόνια.
Η Ελλάδα ανήκει στην πεντάδα των χωρών στην ΕΕ, στην οποία αντιστοιχεί το 80% των καμένων εκτάσεων. Οι αυξανόμενες θερμές ημέρες και τα όλο και πιο συχνά επεισόδια καύσωνα, οι επαναλαμβανόμενες περίοδοι ξηρασίας, αλλά και οι έντονοι άνεμοι μειώνουν δραματικά την υγρασία στη βλάστηση και στο έδαφος, αυξάνοντας τις μέρες με υψηλό κίνδυνο δασικής πυρκαγιάς και τελικά την τρωτότητα σε δάση, αλλά και καλλιέργειες που καίγονται με μεγαλύτερη ένταση σε επαναλαμβανόμενα επεισόδια μέσα στα χρόνια. Παράλληλα, βλέπουμε επέκταση της αντιπυρικής περιόδου –θυμίζουμε την πυρκαγιά στα Γεράνεια τον Μάιο 2021- και αύξηση των περιοχών αυξημένου κινδύνου πυρκαγιάς, όσο εντείνονται τα κλιματικά φαινόμενα.
Οι συνέπειες δραματικές για τη μοναδική βιοποικιλότητα της χώρας μας και της Μεσογείου και το ίδιο βέβαια άμεσες και για τους ανθρώπους, τις περιουσίες μας και την οικονομία γενικότερα. Όμως, οι επιπτώσεις των πυρκαγιών δεν σταματούν όταν αυτές σβήσουν, καθώς επηρεάζουν την υδρολογική ισορροπία και συνδέονται με πλημμύρες, εντείνουν τη διάβρωση του εδάφους, ενώ παράλληλα μειώνουν τη δυνατότητα των δασών της Μεσογείου να απορροφήσουν διοξείδιο του άνθρακα.
Τα παραπάνω κάνουν ξεκάθαρο ότι πρέπει άμεσα να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τις πυρκαγιές, ώστε τα μεσογειακά δάση να γίνουν πιο ανθεκτικά στις προκλήσεις της όλο και πιο έντονης κλιματικής κρίσης.
Είναι κρίσιμης σημασίας η δημόσια συζήτηση, αλλά και το εθνικό σύστημα δασοπροστασίας να αλλάξει κέντρο βάρους, δίνοντας έμφαση στην πρόληψη και όχι στην καταστολή, όπως γίνεται τόσες δεκαετίες τώρα. Πρώτο βήμα η ολοκληρωμένη ανάλυση των αιτιών των πυρκαγιών σε τοπικό επίπεδο, ώστε να γίνει κατανοητός ο κίνδυνος και έτσι να καταπολεμηθούν οι κινητήριες δυνάμεις πίσω από αυτά τα αίτια, με τα κατάλληλα θεσμικά και τεχνικά μέσα. Πρέπει να ξεκινήσει εγκαίρως συντονισμένος αντιπυρικός σχεδιασμός με τη συμμετοχή και τη συνέργεια όλων των εμπλεκόμενων φορέων σε τοπικό και κεντρικό επίπεδο.
Είναι επίσης αναγκαίο να δοθεί έμφαση στην ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση των πολιτών, καθώς και στην αυστηρή εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας. Αφενός για να γνωρίζουμε πώς θα προστατευόμαστε από τις πυρκαγιές, αλλά και για να μειωθούν τα ιδιαίτερα υψηλά σε ποσοστό περιστατικά που οφείλονται σε αμέλεια*.
Χρειάζεται επίσης, η κατάρτιση ρεαλιστικών και αποτελεσματικών τοπικών σχεδίων πρόληψης που θα περιλαμβάνουν τη δασική διαχείριση και τη μείωση της καύσιμης ύλης, την ορθή διαχείριση υποδομών και μεταφορικών δικτύων, και τα μέτρα απομάκρυνσης της πυρογενούς βλάστησης από τα όρια των οικισμών και των οδών. Προς αυτή την κατεύθυνση, είναι εξίσου σημαντικό να υπάρχει και ένας επαρκής σχεδιασμός για τη διαχείριση των περιαστικών περιοχών, την ίδια ώρα που το σύστημα των εκκενώσεων έχει βελτιωθεί σημαντικά.
Στη Μεσόγειο δεν είναι δυνατό να εξαλείψουμε τις δασικές πυρκαγιές. Μπορούμε όμως να εμποδίσουμε την εξάπλωση τους ή και να μειώσουμε την ένταση τους προς όφελος του περιβάλλοντος και κατ΄ επέκταση, όλων μας.
«Τα δάση είναι ένας πολύτιμος σύμμαχος για την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης και της απώλειας βιοποικιλότητας. Ωστόσο, είναι και αυτά που πλήττονται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις επιπτώσεις της ίδιας της κλιματικής κρίσης. Το σημερινό μοντέλο δασοπροστασίας πρέπει να αλλάξει σήμερα κιόλας, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στη συντονισμένη πρόληψη, και κατ’ επέκταση, στην έγκαιρη δασική διαχείριση. Αυτή η κρίσιμη αλλαγή νοοτροπίας του συστήματος, σε συνδυασμό με την υπεύθυνη συμπεριφορά των πολιτών που πρέπει να ενισχυθεί, θα εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για τα δάση, τη φύση, τους ανθρώπους», δήλωσε ο Δημήτρης Καραβέλλας, γενικός διευθυντής στο WWF Ελλάς.
* Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2020 το 87% των συλλήψεων για έναρξη πυρκαγιάς αφορούσε εμπρησμούς από αμέλεια και το 13% εμπρησμό από πρόθεση.