Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή στο άρθρο 17 του κλιματικού νόμου ορίζεται η απαγόρευση της πώλησης και εγκατάστασης καυστήρων πετρελαίου, ενώ από την 1η Ιανουαρίου 2030, επιτρέπεται αποκλειστικά η πώληση πετρελαίου θέρμανσης το οποίο είναι αναμεμειγμένο σε ποσοστό τουλάχιστον 30% κατ’ όγκο με ανανεώσιμα υγρά καύσιμα. Ιδίως η πρόβλεψη για ανάμειξη του πετρελαίου θέρμανσης με ανανεώσιμα καύσιμα προκαλεί ερωτήματα ως προς την εφαρμογή, όπως αναφέρουν αναλυτές.
Όμως την ίδια ώρα που μέσω του κλιματικού νόμου γίνεται ένα άλμα στην κατεύθυνση της απανθρακοποίησης της θέρμανσης η παράγραφος 7 του άρθρου έρχεται να το αναιρέσει καθώς αναφέρει πως «επεκτείνονται οι χρηματοδοτούμενες δράσεις από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων των παρ. 1 και 3 του άρθρου 28 του ν. 4304/2014 (Α’ 234) και στην αντικατάσταση συστημάτων θέρμανσης που λειτουργούν με στερεά καύσιμα ή συνδέονται με σύστημα τηλεθέρμανσης από συστήματα θέρμανσης φυσικού αερίου, σύμφωνα με το άρθρο 28».
Κάτω από το χαλί… οι κοινωνικές συνέπειες
Από την άλλη πλευρά, κατά τη διάρκεια της ακρόασης των φορέων στη συζήτηση στη βουλή αναδείχτηκε και μια άλλη διάσταση του ζητήματος και πιο συγκεκριμένα οι κοινωνικές συνέπειες από την εφαρμογή του μέτρου της απαγόρευσης των καυστήρων. Ειδικότερα, όπως ανέφερε ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτήτων Ακινήτων κ. Ευστράτιος Παραδιάς το μέτρο της απαγόρευσης και πώλησης καυστήρων πετρελαίου θέρμανσης από 1/1/2025 και μετά είναι «ένα μέτρο το οποίο μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα σκληρό για περιοχές στις οποίες δεν υπάρχει παροχή φυσικού αέριου».
Από την πλευρά του, ο κ. Λεωνίδας Βατικιώτης επιστημονικό στέλεχος του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας επεσήμανε πως αποτελεί μεγάλη έλλειψη ότι δεν υπάρχει μία εκτίμηση κόστους από την κίνηση αυτή.
«Δηλαδή, να μπορούμε, να προβλέψουμε, πόσο θα στοιχίσει κατά μέσο όρο αυτό στην ελληνική οικονομία, πώς θα επιμεριστεί αυτό το κόστος στα νοικοκυριά. Η εκτίμησή μας είναι, πως θα αυξηθεί απότομα το κόστος θέρμανσης, θα επεκταθεί η ενεργειακή φτώχεια, που ήδη αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Για αυτό το λόγο ζητάμε τη χρονική παράτασή του». Τέλος, ο κ. Σπυρίδωνας Μάμαλης, Πρόεδρος του Δ.Σ. του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος παρατήρησε πως στην ύπαιθρο, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική και πως «αν θέλουμε να μείνει ο κόσμος στην ύπαιθρο, θα πρέπει να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους. Άρα, να δοθεί ένας μεγαλύτερος χώρος για να γίνουν εναλλακτικές μορφές θέρμανσης στα κτίρια. Ιδίως σε καινούργια κτίρια, αλλά και στα παλαιά όπου δημιουργηθούν προβλήματα, εφόσον δεν υπάρχει άλλο εναλλακτικό δίκτυο».