Διατηρούνται οι αρνητικές επιπτώσεις των ανατιμήσεων στο λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων, όπως αυτές είχαν καταγραφεί και στις 2 προηγούμενες έρευνες της ΓΣΕΒΕΕ αλλά με μειωμένη ένταση, σύμφωνα με πληροφορίες του iEnergeia, με βάση τα στοιχεία που συγκεντρώνονται για τη νέα εξαμηνιαία έρευνα της συνομοσπονδίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το δεύτερο εξάμηνο του 2022 αυξήθηκαν μεσοσταθμικά:
- το κόστος ενέργειας κατά 53,6%,
- το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 26,4%,
- το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 28,8%,
- το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 11,8%.
Συνεπώς, για τις τιμές, το 49,1% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε ότι προχώρησε σε αυξήσεις το δεύτερο εξάμηνο του 2022. Το ποσοστό αυτό αν και είναι μειωμένο σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του έτους (59,2%) αλλά παραμένει εξαιρετικά υψηλό.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τις πληροφορίες του iEnergeia, οι αρνητικές επιπτώσεις των ανατιμήσεων για το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων που είχαν καταγραφεί στις δυο προηγούμενες έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Ιούλιος και Φεβρουάριος 2022) συνεχίζονται αν και βαίνουν μειούμενες.
Συγκεκριμένα, το δεύτερο εξάμηνο του 2022 :
- το 84,5% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων κατέγραψε αύξηση στο κόστος ενέργειας,
- το 80% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων κατέγραψε αύξηση στο κόστος προμήθειας πρώτων υλών/εμπορευμάτων,
- το 48,9% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων κατέγραψε αύξηση στο κόστος καυσίμων οχημάτων,
- το 22,5% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων κατέγραψε αύξηση στο κόστος αγοράς εξοπλισμού και μηχανημάτων.
Τιμές, μεσοσταθμική αύξηση 19,73%
Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην αγορά οδήγησε ώστε, τα μεγαλύτερα ποσοστά επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι αύξησαν τις τιμές τους εντοπίζονται στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα το 64% των επιχειρήσεων με τζίρο πάνω από 300.000 ευρώ και το 58,6% των επιχειρήσεων με πάνω από 5 άτομα προσωπικό δήλωσαν ότι έκαναν αύξηση τιμών, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τις επιχειρήσεις με έως 50.000 ευρώ τζίρο και χωρίς προσωπικό είναι 33,9% και 38,7% αντίστοιχα. Σε κλαδικό επίπεδο εμφανίζονται μικρότερα ποσοστά επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές τους στους κλάδους των υπηρεσιών (36,7%) σε σχέση με τις επιχειρήσεις στην μεταποίηση (57,9%) και το εμπόριο (56,1%).
Όσον αφορά στα ποσοστά αύξησης των τιμών, οι περισσότερες (ποσοστό 38,5% των επιχειρήσεων) προχώρησαν σε αυξήσεις έως 10%, ποσοστό 29,4% των επιχειρήσεων προχώρησαν σε αυξήσεις από 11% έως 20%, ποσοστό 20% των επιχειρήσεων προχώρησε σε αυξήσεις από 21% έως 30% και ποσοστό 10,6% των επιχειρήσεων προχώρησαν σε αυξήσεις πάνω από 30%. Με βάση τα παραπάνω υπολογίζεται ότι υπήρχε μία μεσοσταθμική αύξηση 19,73% των τιμών από τις επιχειρήσεις που αύξησαν τις τιμές τους.
Αν και με χαμηλότερο ρυθμό, το πληθωριστικό κύμα φαίνεται να διατηρείται και το 1ο εξάμηνο του 2023. Συγκεκριμένα 29% των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι σκοπεύουν να αυξήσουν τις τιμές τους και μόλις 4,1% ότι θα τις μειώσουν ενώ αυξημένο (58,8%) εμφανίζεται το ποσοστό των επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι θα τις κρατήσουν σταθερές. «Φαίνεται λοιπόν πως οδεύουμε σταδιακά σε μία κατάσταση στην οποία οι τιμές θα έχουν σταθεροποιηθεί σε ένα νέο υψηλότερο επίπεδο με μικρά περιθώρια αποκλιμάκωσης» όπως σχολιάζουν οι ερευνητές με βάση τα ευρήματα τους..