Αυτό προκύπτει, σε γενικές γραμμές, από εκθέσεις και δείκτες που αξιοποιεί το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών στην ανάλυση επικαιρότητας για το 2023: «Πράσινη και Ψηφιακή Μετάβαση: Θετικές Εξελίξεις, Ανάγκη για Επιτάχυνση Δράσεων».
Όπως σημειώνεται στην ανάλυση, η ελληνική οικονομία χρειάζεται να εστιάσει στη βελτίωση του κλάδου της πράσινης κοινωνίας, ιδιαίτερα στον τομέα της ανακύκλωσης, των πράσινων κτιρίων και των πράσινων μεταφορών, καθώς επίσης και να εντείνει τις προσπάθειες να γίνει ο αγροτικός τομέας περισσότερο φιλικός προς το περιβάλλον με ταυτόχρονες επενδύσεις στην τεχνολογία τροφίμων (foodtech) και την αύξηση του αριθμού πράσινων ευρεσιτεχνιών (πατεντών) αλλά και γενικά αύξηση δράσεων για το κλίμα.
Πιο αναλυτικά:
Οι ποικίλες κρίσεις που έχει κληθεί να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα, όπως η κλιματική, η πανδημία, η ενεργειακή, με συνακόλουθες κρίσεις την επισιτιστική, του πληθωρισμού, κλπ., έχουν καταστήσει την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση ακόμα πιο σημαντικές και επίκαιρες. Οι δίδυμες, όπως αλλιώς λέγονται, αυτές μεταβάσεις σχετίζονται άμεσα με την ανταγωνιστικότητα και όλες οι σχετικές εκθέσεις διεθνών οργανισμών συμφωνούν ότι μια ανταγωνιστική οικονομία οφείλει να έχει επιτύχει υψηλό βαθμό ψηφιακής και ενεργειακής (πράσινης) μετάβασης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2022α ̇ Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2022β ̇ ΜΙΤ, 2022).
Τα νέα είναι αρκετά καλά για την ελληνική οικονομία ως προς την πράσινη μετάβαση, η οποία είναι και η μόνη στην οποία η ελληνική οικονομία έχει πετύχει να βρίσκεται πολύ κοντά στον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αντίθετα, ως προς την ψηφιακή μετάβαση, όπως σημειώνει στην σχετική έκθεσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή –ΕΕ , ο πολύτιμος χρόνος που χάθηκε στην προ- COVID περίοδο δυσχεραίνει σημαντικά τις προσπάθειες της Ελλάδας να πλησιάσει τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο παρά τις αναγνωρισμένα σημαντικές προόδους που έχει επιτύχει η ελληνική οικονομία στον τομέα αυτό (ΕΕ, 2022α).
Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι εξελίξεις στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση σύμφωνα με διεθνώς αναγνωρισμένους δείκτες που χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά και διεθνή ινστιτούτα. Η ανάλυση επικαιρότητας εστιάζει σε συγκεκριμένες παραμέτρους, τη μετάβαση των οποίων η ελληνική οικονομία θα πρέπει να επιταχύνει έτσι ώστε, αφενός, να καλύψει τη διαφορά με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο και, αφετέρου, να επιτύχει τον μετασχηματισμό της και να καταστεί έτσι περισσότερο ανταγωνιστική στο διεθνές περιβάλλον.
Πράσινη μετάβαση
Η πράσινη μετάβαση αποτελεί τον μοναδικό δείκτη στον οποίον η ελληνική οικονομία σύμφωνα με ποικίλες εκθέσεις βρίσκεται όχι μόνο κοντά στον Ευρωπαϊκό μέσο όρο αλλά και το ξεπερνά σε ορισμένες περιπτώσεις και υποδείκτες.
Σύμφωνα με τον δείκτη απόδοσης μεταβάσεων (Transitions Performance Index – TPI) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έκδοσης 2021 (στοιχεία 2020), η ελληνική οικονομία, ενώ υστερεί στην οικονομική, κοινωνική και μετάβαση διακυβέρνησης, βρίσκεται στη 10η θέση στην περιβαλλοντική μετάβαση. Αξίζει να σημειωθεί η σημαντική πρόοδος και στις 4 μεταβάσεις η οποία αποτελεί την 2η καλλίτερη επίδοση (πίσω από της Κροατίας) στην ΕΕ27 για την περίοδο 2011-2020. Ο συγκεκριμένος δείκτης περιβαλλοντικής μετάβασης περιλαμβάνει λίγες μόνο διαστάσεις της πολυδιάστατης πράσινης μετάβασης, όπως μείωση εκπομπών ρύπων θερμοκηπίου, βιοποικιλότητα, παραγωγικότητα πλουτοπαραγωγικών πηγών και παραγωγικότητα ενέργειας (ΕΕ, 2022α).
Η Eurostat δημοσιεύει κάθε χρόνο το ποσοστό συμμετοχής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) στην τελική κατανάλωση ενέργειας των κρατών-μελών. Τα πλέον πρόσφατα στοιχεία αφορούν στο 2021. Η Ελληνική οικονομία έχει καταφέρει να βρίσκεται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο στη χρήση ΑΠΕ στην κατανάλωση ενέργειας, ξεπερνώντας τον στη χρήση ΑΠΕ στη θέρμανση και ψύξη, ενώ εκεί που υστερεί σημαντικά είναι στη χρήση ΑΠΕ στις μεταφορές. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2021 η χρήση ΑΠΕ στην ΕΕ σημείωσε ελαφρά πτώση, με πιο σημαντική τη μείωση χρήσης ΑΠΕ στις μεταφορές, πράγμα που δείχνει την ανάγκη ανάληψης περαιτέρω σχετικών δράσεων σε ευρωπαϊκό και, ιδιαίτερα, σε εθνικό επίπεδο.
Ένας πιο εμπεριστατωμένος δείκτης είναι ο Δείκτης Πράσινου Μέλλοντος (Green Future Index) που καταρτίζεται από το γνωστό MIT της Αμερικής, ο οποίος περιλαμβάνει 76 κράτη –20 εκ των οποίων κράτη-μέλη της ΕΕ– δίνοντας έτσι μια παγκόσμια προοπτική στην πράσινη μετάβαση.
Ο δείκτης περιέχει στοιχεία από πληθώρα βάσεων δεδομένων και τα δεδομένα της έκδοσης του 2022 αφορούν προηγούμενα έτη (και πριν από το 2021). Αξίζει να σημειωθεί ότι η κατάταξη της χώρας μας σε σχέση με την έκδοση του 2021 ανέβηκε 15 θέσεις από την 37η στην 22η, που σημαίνει ότι εάν ανέβει λίγο ακόμα θα μπει στην πρώτη 20άδα που, σύμφωνα με τον Δείκτη, αποτελούν τους «πράσινους ηγέτες».
Φαίνεται ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται να εστιάσει στη βελτίωση του κλάδου της πράσινης κοινωνίας, ιδιαίτερα στον τομέα της ανακύκλωσης, των πράσινων κτιρίων και των πράσινων μεταφορών, καθώς επίσης και να εντείνει τις προσπάθειες να γίνει ο αγροτικός τομέας περισσότερο φιλικός προς το περιβάλλον με ταυτόχρονες επενδύσεις στην τεχνολογία τροφίμων (foodtech) και την αύξηση του αριθμού πράσινων ευρεσιτεχνιών (πατεντών) αλλά και γενικά αύξηση δράσεων για το κλίμα. Αξίζει να αναφερθεί ότι ενώ η Ευρώπη γενικά θεωρείται και είναι πρωτοπόρος στην πράσινη μετάβαση υπάρχουν αρκετές παράμετροι όπως οι εκπομπές CO2 αλλά και συνολικά η διάσταση της ενεργειακής μετάβασης στην οποία υστερεί σε σχέση με άλλα κράτη του κόσμου.
Κλείνοντας, δεδομένου ότι η πράσινη μετάβαση (όπως και η ψηφιακή) έχουν άμεση σχέση με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την προσέλκυση επενδύσεων, γίνεται αναφορά στον δείκτη ελκυστικότητας επενδύσεων ΑΠΕ (Renewable Energy Country Attractiveness Index –RECAI). Σύμφωνα με την τελευταία έκδοση του δείκτη, ο οποίος καταρτίζεται από την Ernst&Young –EY, η ελληνική οικονομία σημειώνει συνεχή βελτίωση των επιδόσεών της ανεβαίνοντας στην 16η θέση από την 21η στην έκδοση του Μαΐου σε σύνολο 40 κρατών. Ο δείκτης περιλαμβάνει ολοκληρωμένες, τρέχουσες, προγραμματισμένες και ανακοινωμένες επενδύσεις λαμβάνοντας υπόψη πολιτικές που διευκολύνουν ή εμποδίζουν την προώθηση των ΑΠΕ, την ποιότητα του δικτύου υποδομών, την ικανότητα αποθήκευσης ενέργειας, την μακροοικονομική σταθερότητα και το επενδυτικό κλίμα κάθε οικονομίας. Όπως σημειώνεται στην έκθεση, στην Ελλάδα έχουν γίνει σημαντικά βήματα στο να καταστεί η νομοθεσία φιλική προς την επέκταση των επενδύσεων σε ΑΠΕ, (EY, 2022).