Tα στοιχεία που παρουσίασε η Oxfam στο Φόρουμ του Νταβός για την εξέλιξη των ανισοτήτων είναι κάτι παραπάνω από ανησυχητικά. Οι περιουσίες των δισεκατομμυριούχων αυξήθηκαν τους τελευταίους 24 μήνες τόσο όσο είχαν αυξηθεί τα προηγούμενα 23 χρόνια, ενώ ειδικά οι περιουσίες των δισεκατομμυριούχων στην ενέργεια και στα τρόφιμα αυξάνονταν κατά 1 δισ. δολάρια κάθε δύο ημέρες.
Τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύουν ότι η άδικη κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος έχει πλέον παγιωθεί -σαν φυσικό φαινόμενο… Αλλά το ακόμα πιο καταθλιπτικό είναι ότι τα ηθικά θεμέλια αυτής της θεμελιώδους ανισότητας φαίνεται πως δεν αμφισβητούνται ουσιαστικά, παρά τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες που προκαλούν. Ο φιλόσοφος Μάικλ Σαντέλ εντοπίζει τα θεμέλια αυτά στην “τυραννία της αξίας”. Στον ανελέητο, δηλαδή, αγώνα του προσοντισμού και της διαρκούς ανέλιξης που τείνει να διαμορφώσει έναν κόσμο για λίγους. Το ακόμα πιο αρνητικό δε, έγκειται στο ότι αυτή η κατάσταση τείνει να καθιερωθεί στην κουλτούρα και τη συνείδηση των πολλών.
Είναι ενδεικτικό ότι τα δύο τρίτα των φοιτητών των μεγαλύτερων πανεπιστημίων στις Ηνωμένες Πολιτείες προέρχονται από το πλουσιότερο 20% της εισοδηματικής κλίμακας, πράγμα που οδηγεί σε πόλωση μεταξύ της μορφωμένης ελίτ και των λαϊκών στρωμάτων που αποτελούνται από βιοπαλαιστές.
Σε αυτό το σημείο, είναι εξαιρετικά εύστοχος ο διαχωρισμός που πραγματοποιεί ο Μάικλ Σαντέλ, σχετικά με την κοινωνική κινητικότητα, από τη μια πλευρά, και την -καθαυτό- μείωση των ανισοτήτων από την άλλη. Η πρώτη συνδέεται με την ισότητα των ευκαιριών, ενώ η δεύτερη σχετίζεται ευθέως με την ισότητα των συνθηκών και των αποτελεσμάτων, πράγμα που προϋποθέτει πιο θεμελιώδεις μεταβολές στο οικονομικό και πολιτικό σύστημα.
Για να καταδειχθεί καλύτερα η σημασία της παραπάνω διάκρισης, αρκεί να δει κανείς ότι περίπου 573 νέοι δισεκατομμυριούχοι έχουν προστεθεί στη σχετική λίστα των πιο πλούσιων ανθρώπων του κόσμου από το 2020. Αυτό θα μπορούσε να ιδωθεί βασικά σαν κάτι θετικό, δεδομένου ότι η κοινωνική κινητικότητα παραμένει ισχυρή στις σύγχρονες κοινωνίες, καθώς στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας έχουν υποχωρήσει σε σημαντικό βαθμό τα κληρονομικά προνόμια εξουσίας (π.χ., τιμηματική ψήφος) που υπήρχαν στο παρελθόν.
Ωστόσο, το ότι η λίστα με τους δισεκατομμυριούχους ανανεώνεται αδιάκοπα δεν σημαίνει ότι μειώνονται και οι ανισότητες. Η -ανοδική- κοινωνική κινητικότητα είναι σημαντική, στον βαθμό που προσφέρει ακριβοδίκαιες ευκαιρίες σε όλους, ανεξαρτήτως καταγωγής ή άλλων ατομικών χαρακτηριστικών και προτιμήσεων. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό για τη δημιουργία δίκαιων κοινωνιών, αν δεν υλοποιείται ταυτοχρόνως ένα πρόγραμμα δομικών παρεμβάσεων στο φορολογικό σύστημα, στη ρύθμιση των “αγορών”, την ενίσχυση της μισθωτής εργασίας αλλά και μια βαθύτερη -πολιτισμική- μεταβολή στο είδος των δραστηριοτήτων που θεωρούμε κοινωνικά χρήσιμες.
Σε πολιτικό επίπεδο, λοιπόν, οι παραπάνω διαπιστώσεις είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη -ειδικά- από τις προοδευτικές δυνάμεις, κάθε φορά που οι εκπρόσωποί τους επικαλούνται την ανάγκη ενίσχυσης της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Διότι το εντεινόμενο χάσμα μεταξύ όσων μένουν πίσω και αυτών που προπορεύονται δεν είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα. Όπως δείχνουν, άλλωστε, και τα στοιχεία της Oxfam, ενώ κάθε ένας νέος δισεκατομμυριούχος δημιουργείται κάθε 30 ώρες, 1 εκατ. άνθρωποι περιπίπτουν στην ακραία φτώχεια κάθε 33 ώρες.
(O Θανάσης Κολλιόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης του ΕΚΠΑ-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)