Λιγοστεύουν, όσο πλησιάζουμε προς την ημερομηνία συνεδρίασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, οι ελπίδες ότι θα αποφασιστούν εκεί άμεσα μέτρα αντιμετώπισης των συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία για τους Ευρωπαίους πολίτες και στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Η ατζέντα της συνεδρίασης δεν αφήνει να διαφανεί κάτι τέτοιο ενώ η πρόσκληση που έστειλε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ προς τους συμμετέχοντες ηγέτες κυριαρχείται από τις δράσεις υπέρ της Ουκρανίας – για πρώτη μάλιστα φορά αναφέρεται και η μετά τον πόλεμο υποστήριξη για ανοικοδόμηση της χώρας – , από τη συζήτηση για την επισιτιστική ασφάλεια, από τα θέματα συντονισμού της ευρωπαϊκής άμυνας και, βέβαια, από τα θέματα της ενέργειας.
Σύμφωνα με την επιστολή του Σαρλ Μισέλ η συζήτηση των θεμάτων ενέργειας θα συμπεριλάβει και «τις υψηλές τιμές που πλήττουν σκληρά τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις μας», μια διατύπωση όμως που αν διαβαστεί μαζί με τα συμφραζόμενα δείχνει στον προσεκτικό αναγνώστη ότι δεν υπάρχει πρόθεση να βρεθούν οι υψηλές τιμές ενέργειας στο επίκεντρο της διήμερης συνεδρίασης. Δεν προκύπτει επίσης από τη διατύπωση αυτή ότι η συζήτησή τους θα αφορά οπωσδήποτε λήψη μέτρων άμεσης αντιμετώπισης. Επιδέξια εν τούτοις, δεν αποκλείει ρητά αυτό το ενδεχόμενο, θέλοντας έτσι να αφήσει ανοιχτό ένα μικρό παράθυρο για την περίπτωση που οι ηγέτες του ευρωπαϊκού νότου επιμείνουν πολύ, προοπτική όμως που δείχνει να έχει ξεθωριάσει.
Ευρέα περιθώρια συζήτησης αφήνονται βεβαίως για δράσεις ενεργειακής μετάβασης ως μέσου εξάλειψης της εξάρτησης από το ρωσικό πετρέλαιο, δράσεις ασφαλώς ευκταίες, που το μειονέκτημά τους όμως είναι ότι θα αργήσει να δει τις ευεργετικές επιπτώσεις τους ο Ευρωπαίος καταναλωτής και η ευρωπαϊκή επιχείρηση. Άξια προσοχής είναι και η αποσιώπηση του καυτού ζητήματος της απαγόρευσης εισαγωγής ρωσικού πετρελαίου που, ελέω της αρχής της ομοφωνίας, ο Βίκτορ Όρμπαν κρατά ως όμηρο, επιτυχώς για τον ίδιο – τουλάχιστον μέχρι σήμερα – όχι όμως και για την Ευρώπη.
Βάση συζήτησης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα είναι η πρόταση της Επιτροπής που, όπως γράφαμε σε προηγούμενο σχετικό άρθρο στο KReport, κάτω από τον τίτλο «REPowerEU Plan», συγκεντρώνει μια σειρά μέτρα, όλα προφανώς χρήσιμα έως αναγκαία, από τα οποία όμως κανένα δεν δίνει άμεση λύση στα πιεστικά ενεργειακά και γενικότερα οικονομικά προβλήματα που σώρευσε στον Ευρωπαίο καταναλωτή και στην ευρωπαϊκή επιχείρηση ο πόλεμος στην Ουκρανία, παραπέμποντας σε μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους χρονικούς ορίζοντες.
Έτσι, στο REPowerEU προτείνεται οικονομία στην κατανάλωση ενέργειας από τις επιχειρήσεις και τα μέσα μεταφοράς, διαφοροποίηση των προμηθευτών και ενισχυμένη προσφυγή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με ιδιαίτερη αναφορά στην ηλιακή ενέργεια (και με υποχρεωτική εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στα νέα κτίρια), στις αντλίες θερμότητας και στην ευρωπαϊκή παραγωγή υδρογόνου, με την υλοποίηση σχεδόν όλων όμως να ολοκληρώνεται περί το 2030. Στην πρόταση αναγνωρίζεται ακόμη η χρησιμότητα/ανάγκη κοινής προμήθειας φυσικού αερίου, που αποτελεί κοινό αίτημα πολλών κρατών-μελών, αλλά η συγκεκριμενοποίηση του σχετικού μηχανισμού παραπέμπεται στο μέλλον. Καμιά νύξη βέβαια για το περίφημο πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου, το οποίο θα μπορεί να επιλεγεί ως έσχατη λύση μόνο στην περίπτωση πλήρους διακοπής της εισαγωγής ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη.
Απογοητευτική όμως είναι η ατολμία της Επιτροπής σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση της πρότασής της, που σύμφωνα με την ίδια απαιτεί 300 δισεκατομμύρια ευρώ.
Για την κάλυψη αυτής της ανάγκης προτείνει μόνο 20 δισ. ευρώ «φρέσκου χρήματος» (νέων πόρων) ενώ το υπόλοιπο ποσό θα καλυφθεί από «ανακύκλωση» των αζήτητων 225 δισ. δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και πόρων 33 δισ. ευρώ που έχουν ήδη προβλεφθεί για τα Διαρθρωτικά Ταμεία και τη Γεωργική Πολιτική.
Η πρόταση της Επιτροπής απέχει ασφαλώς πολύ από αυτό που θα περίμενε ο Εμμανουέλ Μακρόν, όταν την παραμονή του άτυπου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βερσαλλιών, στις 10 και 11 Μαρτίου, δήλωνε εμφατικά ότι χρειάζεται ένα νέο ταμείο επενδύσεων και ανθεκτικότητας για να αντιμετωπισθούν οι συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, εννοώντας ένα νέο ταμείο ανάκαμψης. Απέχει επίσης πολύ από τα συμπεράσματα στα οποία είχαν καταλήξει στα μέσα Μαρτίου στη συνάντησή τους στη Ρώμη οι πρωθυπουργοί Ιταλίας, Ισπανίας, Ελλάδας και Πορτογαλίας για την ανάγκη κοινής ευρωπαϊκής απάντησης. Παρά τις προσδοκίες, ο χρόνος δούλεψε εις βάρος της εξεύρεσης της αναγκαίας απάντησης και, δυστυχώς, και εις βάρος των προοπτικών ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Με αργοκίνητο υπερωκεάνιο που αργεί να αλλάξει πορεία παρομοιάσθηκε πριν λίγο καιρό, από υψηλά δε χείλη, η Ευρωπαϊκή Ένωση. Συμφωνώντας, θα προσθέταμε ότι είναι μάλιστα ένα sui generis υπερωκεάνιο, αφού δεν έχει έναν αλλά είκοσι επτά καπετάνιους, μεταξύ δε αυτών υπάρχουν κάποιοι με, εν τοις πράγμασι, μεγαλύτερο βάρος. Για να αλλάξει πορεία, χρειάζεται πάντως να συμφωνήσουν και οι είκοσι επτά. Ας μη μας διαφεύγει όμως – και τούτο χωρίς να θέλουμε να εισαγάγουμε «καινά δαιμόνια» – ότι και για να μείνει στην ίδια πορεία χρειάζεται να συμφωνήσουν και οι είκοσι επτά, ανεξαρτήτως δε ειδικού βάρους. Σε δύο ημέρες θα ξέρουμε τι από τα δύο θα έχει συμβεί.
(Ο Αλέκος Κρητικός είναι Ειδικός Σύμβουλος, Πρώην ανώτερο στέλεχος, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πρώην Γεν. Γραμματέας, Υπουργείο Εσωτερικών –Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)