Η τριπλή στόχευση της φετινής Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος, με αναφορά στην κλιματική κρίση, στην υποβάθμιση των οικοσυστημάτων, στη ρύπανση και στην ανάγκη ενός βιώσιμου τρόπου ζωής, μάς υπενθυμίζει και αποτυπώνει την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία του 2019. Τα ορόσημα και οι προτάσεις που υιοθετήθηκαν σχεδόν τρία χρόνια πριν αναγνώρισαν την περιβαλλοντική βιωσιμότητα ως οριζόντια απαίτηση και όχι ως ακόμα μία τομεακή πολιτική. Αφορούσαν όχι μόνο τη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα, αλλά επίσης και τη διατήρηση και αποκατάσταση των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας και τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος απαλλαγμένου από τοξικές ουσίες, με πρόληψη της ρύπανσης και αποκατάσταση. Κυρίαρχο στοιχείο αυτής της πορείας είναι η κοινωνική δικαιοσύνη: κανείς να μη μείνει πίσω, να διασφαλίζεται η πρόσβαση σε καθαρή και προσιτή ενέργεια για όλους, όπως επίσης και το δικαίωμα σε ένα υγιές ασφαλές και καθαρό περιβάλλον.
Η πορεία προς την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε διαυγής, ούτε ξεκάθαρα αποφασισμένη. Η μετάβαση, στην πλειοψηφία των εφαρμογών της, φαίνεται να βασίζεται και να αναπαράγει το αναπτυξιακό υπόδειγμα που οδήγησε στη σημερινή τριπλή κρίση. Ο κίνδυνος η μετάβαση να αποτύχει, παραμένοντας σε μεγαλόστομες επικοινωνιακές δηλώσεις και στόχους ανέφικτους για μεγάλο μέρος της κοινωνίας και της οικονομίας, είναι ορατός. Τη χειρότερη έκδοση αυτής της αποτυχημένης συνταγής ακολουθεί και η χώρα μας, όπως αποδεικνύεται και από τον «κλιματικό νόμο» που ψηφίστηκε στις 26/5 στη Βουλή. Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, αδυνατώντας να κατανοήσει τις πολύ μεγάλες προκλήσεις και απαιτήσεις της πράσινης μετάβασης, έφερε προς νομοθέτηση ένα απολύτως διαδικαστικό νομοσχέδιο, χωρίς φιλοδοξία και ως προς τους στόχους και ως προς την εφαρμογή, χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση ως προς τον σχεδιασμό και τις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις. Το κλιματικό νομοθέτημα της κυβέρνησης ΝΔ χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη οποιουδήποτε πλαισίου συνδιαμόρφωσης των κλιματικών πολιτικών με τον κόσμο της παραγωγής και της εργασίας και με τους πολίτες, από πλήρη απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στην πρόληψη ανισοτήτων και της ενεργειακής φτώχειας στην εργασιακή μετάβαση ή στον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας.
Ο «κλιματικός νόμος» αναλώνεται σε επικοινωνιακά πυροτεχνήματα, όπως π.χ η απαγόρευση για τους καυστήρες πετρελαίου, παραγνωρίζοντας τον κίνδυνο αύξησης της ενεργειακής φτώχειας ή της συνέχειας χρήσης άλλου ορυκτού καυσίμου. Αλλά και σε αδικαιολόγητες εξαιρέσεις, όπως αυτή των τουριστικών καταλυμάτων από την υποχρέωση εγκατάστασης φωτοβολταϊκών στέγης ή/και θερμικών ηλιακών συστημάτων. Όλα αυτά δημιουργούν την εντύπωση ενός νομοθετήματος που χρησιμοποιεί ως προκάλυμμα τις πραγματικές ανάγκες για το κλίμα για να εξυπηρετήσει επικοινωνιακές επιδιώξεις ή μικροεξυπηρετήσεις.
Πέραν όλων αυτών, η άρνηση της κυβέρνησης να θεσπίσει στόχους απεξάρτησης από όλα τα ορυκτά καύσιμα, συμπεριλαμβανομένου του φυσικού αερίου, δείχνει την εμμονή σε μια στρατηγική που πλέον έχει ισχυρά αρνητικές επιπτώσεις στην ενεργειακή ασφάλεια και στην οικονομία της χώρας και εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα στον χώρο της ηλεκτροπαραγωγής. Αυτό φαίνεται και από το ότι η κυβέρνηση επέλεξε με τροπολογία να πέσουν οι ηλεκτροπαραγωγοί «στα μαλακά» για τα υπερκέρδη που αποκομίζουν εν μέσω κρίσης, συμψηφίζοντας υπερκέρδη στη χονδρεμπορική αγορά με πάσης φύσεως εκπτώσεις και επιδοτήσεις στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Ο κ. Μητσοτάκης δεσμεύτηκε πιεζόμενος να φορολογήσει τα υπερκέρδη και τώρα κάνει ό,τι μπορεί για να μην επιστραφούν σωστά και δίκαια στους πολίτες. Η πράσινη μετάβαση δεν μπορεί να εξακολουθήσει να είναι πεδίο επικοινωνιακών εξαγγελιών και εξυπηρέτησης συμφερόντων. Και τα δύο λειτουργούν εις βάρος του συνόλου της κοινωνίας και της οικονομίας και καταδικάζουν την Ελλάδα σε κλιματική καθυστέρηση και ανασφάλεια. Το στοίχημα πρέπει να κερδηθεί για όλους χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις.
(Ο Σωκράτης Φάμελλος είναι τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτής Β' Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία –Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Τα Νέα»)