«Η πανδημία και ο πόλεμος καλούν τα ευρωπαϊκά όργανα να αναλάβουν ευθύνες που δεν είχαν ποτέ» διακήρυξε πρόσφατα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ο Μάριο Ντράγκι και, προχωρώντας με τόλμη στην καρδιά του προβλήματος, ζήτησε «να καταργηθεί η αρχή της ομοφωνίας, που οδηγεί σε διασταυρούμενα βέτο και μπλοκάρει τη λήψη αποφάσεων στην ΕΕ». Ο Εμμανουέλ Μακρόν πήρε τη σκυτάλη και υποστήριξε και αυτός την κατάργηση της αρχής της ομοφωνίας, σε ορισμένους τομείς τουλάχιστον, ζητώντας επί πλέον ευθέως τη σύγκληση διακυβερνητικής διάσκεψης για αναθεώρηση των Συνθηκών της ΕΕ. Ανάλογη θέση πήρε και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έστω και με λιγότερο ενθουσιασμό, όπως τουλάχιστον προκύπτει από το «εάν είναι απαραίτητο» που πρόσθεσε.
Αλλά και ο Γερμανός καγκελάριος ‘Όλαφ Σολτς, την ανάγκην φιλοτιμία ποιούμενος, δεν απέκλεισε την προσφυγή στην αναθεώρηση των Συνθηκών, δηλώνοντας πάντως ότι δεν τη θεωρεί απαραίτητη, με την εξαίρεση ίσως της εξωτερικής πολιτικής.
Όλα αυτά δεν προέκυψαν από το πουθενά. Η αρχή είχε γίνει με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη το 1986 η οποία για να προσδώσει νέα πνοή στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μείωσε τον αριθμό των τομέων πολιτικής για τους οποίους απαιτείται ομοφωνία. Η τελευταία τροποποίηση των Συνθηκών, η Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 2009, αποτέλεσε μια νέα ευκαιρία για όσους αμφισβητούσαν την αξία της ομοφωνίας που πέτυχαν να αυξηθεί ο αριθμός των τομέων πολιτικής για τους οποίους η λήψη αποφάσεων στο Συμβούλιο πραγματοποιείται με ειδική πλειοψηφία και όχι με ομοφωνία. Η σχετική συζήτηση συνεχίστηκε καθ’ όλα τα επόμενα χρόνια, προσλαμβάνοντας ιδιαίτερη ένταση κάθε φορά που η ΕΕ αναζητούσε περίτεχνες ισορροπίες αλλά και προέβαινε σε όχι ευκαταφρόνητες υποχωρήσεις προκειμένου κάποιο κράτος-μέλος να μη μπλοκάρει με το βέτο του τη λήψη κάποιας σημαντικής απόφασης, όπως για παράδειγμα συνέβη πριν σχεδόν δύο χρόνια, όταν η Πολωνία και η Ουγγαρία είχαν μπλοκάρει την έγκριση του πολυετούς προϋπολογισμού της Ένωσης και, συνακόλουθα, του Ταμείου Ανάκαμψης.
Ο κόμπος όμως έφθασε στο χτένι με την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, ημέρα κατά την οποία τερματίστηκε η εποχή της θεσμικής ευρωπαϊκής ακινησίας στην οποία είχε περιχαρακωθεί η Γερμανία μαζί με τους «Φειδωλούς του Βορρά». Τα αδιέξοδα στα οποία οδηγεί ο κανόνας της ομοφωνίας επιβεβαιώθηκαν μάλιστα δραματικά όταν το προχθεσινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναγκάσθηκε να χορεύει στον ρυθμό του Β. Όρμπαν, που εκβιαστικά απέσπασε την εξαίρεση που ζητούσε. Η κορύφωση όμως ήλθε με την χθεσινή αναγκαστική νέα υποχώρηση των 26 στην απαίτηση του Ούγγρου πρωθυπουργού να εξαιρεθεί ο Ρώσος πατριάρχης Κύριλλος από τη λίστα των προσώπων που υπόκεινται σε κυρώσεις. Το συγκεκριμένο θέμα δεν έχει αφ’ εαυτού μεγάλη σημασία, ο συμβολισμός όμως της -για δεύτερη φορά μέσα σε δύο ημέρες- επικράτησης του εκβιασμού είναι βαθύς. Η Ουγγαρία, που έχει από καιρό υπερβεί τα εσκαμμένα και δεν χάνει ευκαιρία να το υπενθυμίζει, αλλά και όποιος τυχόν άλλος επίδοξος μιμητής της, θα πρέπει να αντιληφθεί ότι κάποια στιγμή αυτό το παιχνίδι τελειώνει.
Πώς όμως θα γίνει αυτό; Η αυθόρμητη απάντηση είναι, με την κατάργηση της ομοφωνίας. Εκτός όμως από εύκολη, είναι και εφικτή μια τέτοια απάντηση; Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Κατ’ αρχάς, η ίδια η Συνθήκη έχει μεταβατικές ρήτρες σύμφωνα με τις οποίες μπορεί να αποφασισθεί εφαρμογή ειδικής πλειοψηφίας εκεί όπου προβλέπεται ομοφωνία, η απόφαση όμως γι’ αυτή την αλλαγή πρέπει να είναι ομόφωνη. Εννοείται ότι και αν επιχειρηθεί κατάργηση της ομοφωνίας μέσω αλλαγής της Συνθήκης, και πάλι απαιτείται αυτό να γίνει ομόφωνα. Η ομοφωνία, λοιπόν, μπορεί να καταργηθεί μόνο ομόφωνα. Κάτι σαν τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του.
Ακόμη όμως και αν είναι πιθανόν να υπάρξει ομοφωνία για την κατάργηση της ομοφωνίας σε ορισμένους τομείς στο πλαίσιο της ισχύουσας Συνθήκης, αυτό δεν αποτελεί την ενδεικνυόμενη λύση. Η μέχρι σήμερα πρόοδος σε αυτό το θέμα δεν ήταν ποτέ προϊόν μεμονωμένης απόφασης, συνδυάστηκε με βαθιές αλλαγές στη Συνθήκη (Ενιαία Πράξη, Συνθήκη Λισαβόνας). Αυτό πρέπει να γίνει και τώρα. Η μείωση ή και κατάργηση των τομέων όπου απαιτείται ομοφωνία πρέπει να είναι προϊόν περαιτέρω εμβάθυνσης στην ενοποιητική διαδικασία, που θα εκφρασθεί μέσω μιας ανάλογης αναθεώρησης της Συνθήκης. Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν είναι α λα καρτ, αλλά μενού, το οποίο περιλαμβάνει μεν την κατάργηση -ή περαιτέρω μείωση- της ομοφωνίας, προϋποθέτει όμως και άλλες δομικές και καταστατικές μεταβολές. Δεν απαιτείται ομοφωνία σε οντότητες που έχουν χαρακτηριστικά τουλάχιστον ομοσπονδίας ή οδεύουν προς μια τέτοια μορφή. Κατάργηση της ομοφωνίας χωρίς άλλες αλλαγές στο ισχύον πλαίσιο κινδυνεύει να λειτουργήσει αποσυσπειρωτικά ή, ακόμα, διαλυτικά για την ΕΕ.
Είναι γνωστές οι δυσκολίες. Σύμφωνα με το EURACTIV, Ευρωπαίος διπλωμάτης δήλωσε «Δεν θα είναι εύκολη διαδικασία […] αντίθετα θα πάρει χρόνο και πολλά κράτη θα ζητήσουν εξαιρέσεις (opt-outs) όπως έγινε και στο παρελθόν με το Ηνωμένο Βασίλειο και την Δανία[…] Εν συνεχεία, αφού εγκριθούν οι νέες Συνθήκες, τότε θα πρέπει να περάσουν από τα εθνικά κοινοβούλια και σε αρκετές χώρες θα πρέπει να διεξαχθεί δημοψήφισμα».
Όμως, σύμφωνα με το Politico, το – ελέω ομοφωνίας – ουγγρικό βέτο «μετατρέπεται σε όπλο στην φαρέτρα εκείνων που θέτουν, πρώτη φορά και με έμφαση, την ανάγκη αναθεώρησης των Ευρωπαϊκών Συνθηκών και την κατάργηση του κανόνα της ομοφωνίας». Πράγματι, το βέτο του Όρμπαν, που έφτασε την κατάσταση στο απροχώρητο, μπορεί τελικώς να αποδειχθεί χρήσιμο στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, όπως χρήσιμες έχουν φανεί πολλές από τις κρίσεις που έχουν σημειωθεί στα εξήντα πέντε χρόνια ζωής της ΕΕ. Η ανάγκη κατάργησης της ομοφωνίας μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως όχημα για την αναθεώρηση των Συνθηκών και την περαιτέρω εμβάθυνση της Ένωσης.
(Ο Αλέκος Κρητικός είναι Ειδικός Σύμβουλος, Πρώην ανώτερο στέλεχος, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πρώην Γεν. Γραμματέας, Υπουργείο Εσωτερικών –Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)