Ενώ οι πολύπλοκες σχέσεις ανταγωνισμού – συνεργασίας μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας απασχολούν τη διεθνή κοινή γνώμη, λιγότερη σημασία έχει δοθεί στη συνεργασία τους στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας. Αυτή επικεντρώνεται στην κατασκευή εργοστασίου παραγωγής πυρηνικής ενέργειας στο Ακούγιου, κοντά στη Μερσίνα και απέναντι από την Κύπρο. Οι τουρκικές φιλοδοξίες για την κατασκευή εργοστασίου παραγωγής πυρηνικής ενέργειας ανάγονται στη δεκαετία του 1970. Πέραν της περιοχής της Μερσίνας, έχουν προεπιλεγεί και άλλες δύο τοποθεσίες, μία στη Σινώπη και μία στη θρακική παραλία του Ευξείνου Πόντου, στην Ινιάδα (Igneada). Επειτα από διαπραγματεύσεις με τη Γαλλία, την Ιαπωνία, τη Νότιο Κορέα αλλά και την Κίνα, προκρίθηκε η λύση της συνεργασίας με τη Ρωσία. Η κατασκευή του πρώτου από τους σχεδιαζόμενους τέσσερις πυρηνικούς αντιδραστήρες προγραμματίζεται να αποπερατωθεί εντός του 2023, ώστε να συμπέσει και με την επέτειο των εκατό ετών από την ίδρυση της Δημοκρατίας της Τουρκίας.
Η ρωσοτουρκική σύμπραξη στο Ακούγιου αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του ασυμμετρικού χαρακτήρος των ρωσοτουρκικών σχέσεων. Συνήθως η κατασκευή εργοστασίων παραγωγής πυρηνικής ενέργειας προϋποθέτει συμμετοχή αμφοτέρων των μερών στα έξοδα κατασκευής. Σε αντάλλαγμα για την οικονομική συμβολή, η εταιρεία της χώρας που παρέχει την τεχνογνωσία για την κατασκευή της μονάδος αναλαμβάνει τη διαχείριση και τον έλεγχο του εργοστασίου για ένα συμπεφωνημένο διάστημα μετά την πάροδο του οποίου η μονάδα μεταβιβάζεται στη φιλοξενούσα χώρα. Αντιθέτως στην περίπτωση του Ακούγιου, η ρωσική εταιρεία Rosatom παρέχει το σύνολο των κεφαλαίων για την ανέγερση της μονάδος, αλλά θα διατηρήσει τη διαχείριση και τον έλεγχο της μονάδος μέχρι τον παροπλισμό της. Στην πραγματικότητα η λειτουργία του Ακούγιου εξασφαλίζει ότι η Τουρκία θα παραμείνει ενεργειακώς εξαρτημένη από τη Ρωσία και μετά την απεξάρτηση της παγκόσμιας αγοράς ενέργειας από τους υδρογονάνθρακες.
Πέραν των ιδιαιτεροτήτων της συμβάσεως, το έργο του Ακούγιου χαρακτηρίζεται και από σειρά περιβαλλοντικών κινδύνων. Ενώ η περιοχή της Μερσίνας θεωρείται ως μία από τις λιγότερο σεισμογενείς περιοχές της Τουρκίας, τούτο δεν σημαίνει ότι είναι επαρκώς ασφαλής για την κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου, όπως απέδειξε και ένας σεισμός 5,2 βαθμών της κλίμακος Ρίχτερ που έπληξε την περιοχή την 30ή Ιουλίου 2015.
Οι τουρκικές αρχές παρουσιάζουν την κατασκευή του εργοστασίου ως βήμα απεξαρτήσεως της Τουρκίας από τους υδρογονάνθρακες και εντάξεως στην «πράσινη οικονομία», δεδομένης και της προσφάτου επικυρώσεως από την Τουρκία της Συμφωνίας των Παρισίων για την Κλιματική Αλλαγή. Η λειτουργία των αντιδραστήρων θα απαιτήσει, ωστόσο, την άντληση ποσοτήτων θαλασσινού ύδατος για την ψύξη τους. Δεδομένης της σχετικώς υψηλής θερμοκρασίας των υδάτων της ανατολικής Μεσογείου στην περιοχή της Μερσίνας η ψύξη των αντιδραστήρων θα απαιτεί την άντληση πολύ μεγαλύτερων ποσοτήτων σε σχέση με άλλα πυρηνικά εργοστάσια, ενώ οι πιθανές διαβρωτικές δράσεις του θαλασσινού ύδατος αποτελούν έναν ακόμη παράγοντα κινδύνου. Ενώ η ανατολική Μεσόγειος θεωρείται διεθνώς ως μια από τις περιοχές του πλανήτη οι οποίες υφίστανται δυσανάλογες τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, η αύξηση της θερμοκρασίας των υδάτων έχει ήδη συμβάλει στην αλλοίωση του οικοσυστήματος με τη μαζική εισβολή ξενικών ειδών από την Ερυθρά Θάλασσα και απαιτούνται δράσεις για τη μείωση –ή έστω την ανάσχεση της αυξήσεως– της θερμοκρασίας των θαλασσίων υδάτων, η λειτουργία του πυρηνικού εργοστασίου θα επιδεινώσει την κατάσταση. Το παράδειγμα του Ακούγιου αποδεικνύει ότι η απεξάρτηση από τους υδρογονάνθρακες δεν σημαίνει απαραιτήτως και συμβολή στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσεως.
(Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μπίλκεντ της Αγκυρας και επικεφαλής του προγράμματος της Τουρκίας στο ΕΛΙΑΜΕΠ-Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)