Βρετανική έρευνα του 2016 δείχνει ότι ο μέσος όρων των επαφών του κάθε χρήστη κινητού τηλεφώνου ανέρχεται στις 47. Δεδομένου ότι δεν έχουν πέσει στην αντίληψή μας παρόμοια δημοσιευθέντα στοιχεία για την Ελλάδα, αν αντιστοίχως εφαρμόζαμε αυτόν το μέσο όρο στη χώρα μας, προκύπτουν ενδιαφέροντα και άκρως ανησυχητικά στοιχεία για την κατάσταση των ατομικών μας δικαιωμάτων.
Και αυτό διότι αν θεωρήσουμε ότι οι 15.475 εκδοθείσες εισαγγελικές διατάξεις το 2021 για την άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφαλείας αφορούν έναν αριθμό τηλεφώνου, που δεν είναι ακριβές, αφού κάποιες φορές με μια διάταξη αίρεται το απόρρητο σε περισσότερους τηλεφωνικούς αριθμούς, τότε το αποτέλεσμα σοκάρει.
Καθότι θεωρητικά κατά μέσο όρο 727.325 τηλεφωνικοί αριθμοί μπορεί να παρακολουθούνται από τις αρμόδιες υπηρεσίες στο πλαίσιο των αναγκών εθνικής ασφάλειας. Και ο αριθμός αυτός μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερος αν λάβουμε υπόψη μας ότι υπάρχουν άλλες έρευνες του εξωτερικού που δείχνουν πολύ μεγαλύτερο αριθμό επαφών ανά χρήστη κινητού τηλεφώνου.
Το γεγονός αυτό μας θέτει το σοβαρό ζήτημα της σαθρότητας -από την σκοπιά της δημοκρατικής λειτουργίας- του πλαισίου χορήγησης άρσεων απορρήτου για τις λεγόμενες ανάγκες εθνικής ασφάλειας.
Και αυτό γιατί κύριος άξονας της αιτιολόγησης των πολιτικών άρσης του απορρήτου είναι η ασαφής έννοια της επικινδυνότητας, δηλαδή ουσιαστικά της διακινδύνευσης της εθνικής ασφάλειας, που ως νομική έννοια είναι στενότερη από εκείνη της δημόσιας τάξης.
Έχει βεβαίως από θεωρητικής σκοπιάς καταγραφεί ότι η επανάκαμψη της έννοιας της επικινδυνότητας στο ποινικό δίκαιο αναβάθμισε το ρόλο της εκτελεστικής και δη της αστυνομικής εξουσίας, η οποία καθίσταται το κυρίαρχο όργανο άσκησης αντεγκληματικής πολιτικής.
Μάλιστα όλο και περισσότερο η δικαστική εγγυητική λειτουργία κάμπτεται από την ισχύ των αστυνομικών αιτημάτων και αναγκών, που οδηγούν σε υπονόμευση της δικαστικής εξουσίας και στην ανάδυση του φαινομένου της «αστυνομικοποίησης της δικαιοσύνης»(police- izationofjustice), δηλαδή μιας δικαιοσύνης που μεταξύ άλλων αλλοιώνει τον θεσμικό ρόλο του νόμιμου δικαστή (βλ. και A. Chouliaras- M. Skandamis “TheIntensification of the Preventive Rationale in European Criminal Justice Policies: the Evolution of Dangerous nessandits Transformation into Risk”, Nomos Verlagsgesellschaft & Sakkoulas Publications, 2020).
Έτσι, στο σύγχρονο κόσμο και στη χώρα μας, η εκτελεστική εξουσία γίνεται η πρωτεύουσα εξουσία που τείνει όλο και περισσότερο να μην εξισορροπείται από τις υπόλοιπες. Τούτο προκαλεί έναν αστυνομικό γιγαντισμό και στη χώρα μας όχι μόνο οι απλοί πολίτες, αλλά και οι δικαστές μας έχουν νιώσει την βαθιά ισχύ του.
Αρκετές διατάξεις που ευνοούν το αστυνομικό έργο, αλλά παραβιάζουν κάποιες φορές την έννοια της αναλογικότητας, προτάσσονται από αστυνομικές αρχές και γίνονται νόμος.
Στο πλαίσιο αυτό υπάρχει κατ’ αρχάς μια διαρκής επέκταση των ειδικών ανακριτικών πράξεων (διείσδυση, καταγραφή, άρση απορρήτου κ.λπ.) με τον κατάλογο των εγκλημάτων για τις οποίες διατάσσονται να διευρύνεται συνεχώς. Έχει μάλιστα παρατηρηθεί ότι κάποιες φορές τέτοιες ανακριτικές πράξεις έρχονται σε αντίθεση με το δικαίωμα της σιγής που αναγνωρίζει ο νόμος και βασίζεται στο τεκμήριο αθωότητας που πηγάζει και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ. Στέργιος Αλεξιάδης, Ανακριτική, 2003).
Ακόμη δε, υπάρχουν πλείστες διατάξεις που αναθέτουν -υποτίθεται χάριν της εγγυητικής των δικαιωμάτων λειτουργίας- εποπτικά ή διοικητικά καθήκοντα σε εισαγγελείς για την άρση τηλεφωνικού απορρήτου όπως για λογαριασμό της ΕΥΠ, της Αντιτρομοκρατικής ή της Διεύθυνσης Ανάλυσης Πληροφοριών της ΕΛΑΣ.
Και οι εισαγγελείς αυτοί, με αφορμή και την υπόθεση της παρακολούθησης του τηλεφώνου του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, δεν είναι πια καθόλου σίγουρο ότι συνολικά ασκούν τον εγγυητικό των δικαιωμάτων ρόλο τους.
Θα είχε έτσι ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μέσα από την δικαστική και κοινοβουλευτική έρευνα που θα γίνει, να δει κανείς-μεταξύ άλλων- σε πόσες περιπτώσεις, λ.χ. την τελευταία πενταετία, οι αρμόδιοι εισαγγελείς αρνήθηκαν στην ΕΥΠ ή σε άλλες υπηρεσίες την άρση του απορρήτου και ακόμη περισσότερο, με ποια αιτιολογία έγινε αυτό. Ώστε να διαφανεί αν τελικά υπάρχουν ή ελλείπουν εντελώς κάποια βασικά σταθερά και ομοιόμορφα κριτήρια αιτιολόγησης των σχετικών εισαγγελικών κρίσεων.
Σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση της παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη πέρα από τα ζητήματα που πλήττουν τον πυρήνα της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας των κομμάτων, αλλά και την καρδιά του δημοκρατικού πολιτεύματος, αναδεικνύει και τα υπόλοιπα θέματα για τα οποία πρέπει να τεθούν κανόνες δημοκρατικού ελέγχου.
Και τα οποία συνδέονται άμεσα με την αντιστροφή της κατά τα ανωτέρω ενδεχόμενης «υπαλληλοποίησης» κάποιων εισαγγελικών λειτουργών και κατά συνέπεια, την αποφυγή του φαινομένου που έχει περιγραφεί ως «αστυνομικοποίηση της δικαιοσύνης».
(Ο Μαρίνος Σκανδάμης είναι Διδάκτωρ Νομικής- Δικηγόρος, Τομεάρχης Προστασίας του Πολίτη στο ΠΑΣΟΚ- Κίνημα Αλλαγής)