Ποιο είναι το μεγάλο άγχος της Τράπεζας της Ελλάδος; Ότι καθυστερεί η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον που βρίθει από αβεβαιότητες κι έχει μια βεβαιότητα: Ότι η εποχή του άφθονου, φθηνού χρήματος παραχώρησε τη θέση της στην εποχή υψηλών επιτοκίων και περιορισμού της ρευστότητας. Βεβαίως, κι όταν ανακτήσουμε επενδυτική βαθμίδα τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα, γιατί θα είμαστε ουραγοί στη λίστα με τις αξιόχρεες χώρες, όμως θα έχουμε την ευκαιρία να μειώσουμε το πανάκριβο κόστος από την κατάταξη των ομολόγων μας στα «σκουπίδια» και τους μεγάλους κινδύνους που υποκρύπτει για μια χώρα τόσο υπερχρεωμένη όσο η Ελλάδα.
Θα μπορούσαμε να είχαμε ήδη ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα σήμερα. Με ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ 6% και πληθωρισμό της τάξης του 10%, που γεμίζει τα κρατικά ταμεία με ουρανοκατέβατα φορολογικά έσοδα και δείχνει δραστικά μειωμένη την επιβάρυνση από το δημόσιο χρέος (αυξάνει τον αριθμητή, ΑΕΠ, ενώ ο παρονομαστής, χρέος, μένει σταθερός) και με πραγματική ετήσια εξοικονόμηση περίπου 15 δισ. ευρώ από την πληρωμή τόκων (γιατί το μεγάλο μέρος του χρέους είναι σε σταθερά επιτόκια), αν το δημόσιο συμφέρον ήταν σταθερά η προτεραιότητα, θα είχαμε βγάλει πρωτογενές πλεόνασμα έγκαιρα. Και να είχαμε ανακτήσει επενδυτική βαθμίδα μέσα στο 2022 -όπως επέμενε ο Γιάννης Στουρνάρας.
Αυτό δεν έγινε, ούτε καν επιχειρήθηκε. Επικράτησε μια «πολιτική Μαυρογιαλούρου». Με αφορμή την πανδημία και την ενίσχυση των πιο αδύναμων οικονομικά, ξοδεύτηκαν περίπου τόσα ή περισσότερα από όσα είχαμε γλιτώσει με το κούρεμα του χρέους, επί κυβέρνησης Παπαδήμου, το 2012. Κι έγινε μια πρωτοφανούς κλίμακας αναδιανομή πλούτου με παλαιοκομματικά κριτήρια και πελατειακή στόχευση -έτσι αυξήθηκαν κατά αρκετά δισ. ευρώ οι καταθέσεις επιτήδειων (φοροκλεπτών…) και των επιχειρήσεων. Η ίδια πολιτική, οριζόντιων παροχών (που περιορίζει τις ενισχύσεις στους αδύναμους γιατί τις μοιράζει και στους ισχυρούς) συνεχίστηκε με αφορμή την ενεργειακή κρίση. Και κορυφώνεται με το εκλογικό επίδομα σε 8,5 εκατ. ψηφοφόρους -το λεγόμενο food pass.
Ένα κακό με αυτές τις πολιτικές είναι ότι οι συνέπειές τους συνεχίζονται κι αφού λήξει η άσκησή τους. Θα φανεί αυτό μετά τις επόμενες εκλογές. Aν αυτές αργήσουν να γίνουν, ίσως η κυβέρνηση προσφέρει στους ψηφοφόρους mobile pass ή Netflix pass. Το βέβαιο είναι πάντως ότι, αφού διεξαχθούν, θα αρχίσει το επώδυνο δημοσιονομικό συμμάζεμα. Τότε θα εμφανιστεί ο λογαριασμός της νυν ασκούμενης πελατειακής πολιτικής. Κι όποια κυβέρνηση κι αν σχηματιστεί, θα δυσκολευτεί στο νέο έργο. Γιατί η ελληνική κοινωνία, τα δύο τελευταία χρόνια μετεκπαιδεύεται για να ξεχάσει όσα έμαθε στα χρόνια των Μνημονίων και να πιστέψει, λες, ότι είμαστε περιούσιος λαός, γιατί καθ’ ημάς ευδοκιμεί ένα σπάνιο δέντρο, το λεφτόδεντρο. Η αφύπνιση δεν θα γίνει εύκολα και με ηρεμία.
Όχι τυχαία, ο Γιάννης Στουρνάρας επισημαίνει αυτό που επισημαίνουν και όλοι οι ξένοι σοβαροί παρατηρητές: Τον πολιτικό κίνδυνο. Δεδομένου ότι το 2023 είναι έτος εθνικών εκλογών, «απαιτείται σύμπλευση και συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, ώστε να υλοποιηθούν οι βασικές δεσμεύσεις της οικονομικής πολιτικής και να διαφυλαχθούν όσα έχει επιτύχει η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία», καταλήγει η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος. Η κουλτούρα της συνεργασίας είναι βασική προϋπόθεση για πολιτική σταθερότητα. Αυτή η κουλτούρα πρέπει να ενισχυθεί.
Σε αυτή την κατεύθυνση θα εργαζόταν η ελίτ της χώρας -αν υπήρχε. Δεν θα μηρύκαζε ότι «η χώρα δεν έχει εναλλακτική» -μια πραγματική ελίτ θα ντρεπόταν αν ίσχυε κάτι τέτοιο στη χώρα της. Ούτε ότι λύση βρίσκεται -δήθεν- στην ελέω καλπονοθευτικού νόμου αυτοδυναμία, δηλαδή σε κυβερνήσεις περιορισμένης λαϊκής εντολής. Αν υπήρχε…
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογραφος- Το Άρθρο είναι αναδημοσίευση από την "Καθημερινή της Κυριακής")