Οι επιλογές της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης έγινε προσπάθεια να δικαιολογηθούν και κυρίως να δώσουν την εικόνα μιας αποτελεσματικής πολιτικής που απέτρεψε τα χειρότερα στην διπλή κρίση, -της πανδημίας και την ενεργειακή, έφερε ανάπτυξη, προστάτεψε τους πιο αδύναμους, προσέλκυσε διεθνείς επενδύσεις, έκανε κάποια βήματα προς μία πιο παραγωγική και εξαγωγική οικονομία και ταυτόχρονα ανέστειλε τους κινδύνους από το δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα.
Το δημοσιονομικό ζήτημα είναι όμως στο επίκεντρο των προβληματικών επιλογών της κυβέρνησης.
Διότι το φορολογικό σύστημα έγινε εκ των πραγμάτων πιο άδικο. Η μείωση των άμεσων φόρων ευνόησε τις πιο ευκατάστατες κοινωνικές ομάδες και τις επιχειρήσεις. Η αύξηση των εσόδων από τους έμμεσους φόρους, που με τον πληθωρισμό προκάλεσε υπεραπόδοση (μόνο τον τελευταίο χρόνο περίπου 6 δισ. ευρώ), σημαίνει ότι πρακτικά επιβαρύνθηκε η κατανάλωση. Με δεδομένο ότι η σχέση άμεσων και έμμεσων φόρων ήταν ήδη χαμηλή σε σχέση με το μέσο όρο στην Ευρώπη, οι επιλογές της φορολογικής πολιτικής συνέβαλλαν άμεσα στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Το ίδιο ισχύει με την έξαρση της φοροδιαφυγής, που ενώ είχε μειωθεί περίπου στο 20% των εισοδημάτων την περίοδο μέχρι το 2019, επανήλθε σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, κοντά στο 30% του ΑΕΠ, μεγέθη που θυμίζουν την «κανονικότητα» προ της κρίσης του 2010.
Η διαχείριση της κρίσης ήταν το δεύτερο προβληματικό πεδίο της κυβέρνησης.
Επιλέγοντας αποκλειστικά την «επιδοματική πολιτική», είναι η μοναδική κυβέρνηση ίσως στην Ευρώπη που απέφυγε να παρέμβει στις αγορές και να ελέγξει τις αυτονόητες κερδοσκοπικές τάσεις, ειδικά σε ολιγοπωλιακούς τομείς. Έτσι το 2022 κατέγραψε το απόλυτο ρεκόρ κερδοφορίας για τις τράπεζες, τις ενεργειακές εταιρείες, και μερικές άλλες κατηγορίες εταιρειών, με υπερκέρδη που φθάνουν τα 10 δισ. (στο 5% του ΑΕΠ) σύμφωνα με τα δημοσιευμένα αποτελέσματα των εισηγμένων εταιρειών. Μπορεί η κυβέρνηση να επιδιώκει τη φορολόγηση μέρους των κερδών, έστω διστακτικά, αλλά το αποτέλεσμα της πολιτικής ήταν δραματικό, καθώς οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις βρέθηκαν ήδη να πληρώνουν δυσανάλογες επιβαρύνσεις με σημαντικό κόστος για την πραγματική οικονομία.
Το τρίτο θέμα είναι η ανάπτυξη.
Η αναπτυξιακή στρατηγική της κυβέρνησης είναι σαφής. Τουρισμός, κατασκευές, υπηρεσίες και προσέλκυση ξένων επενδύσεων κατά κύριο λόγο μέσω τιτλοποιήσεων ή, άλλως, εμπορευματοποίησης διαφόρων δραστηριοτήτων (πράσινη μετάβαση, ενέργεια, έργα υποδομών, κρατικές μετοχές, κόκκινα δάνεια). Αυτό αποτυπώνεται και στην κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, όπου με εξαίρεση 1-2 δισ. τα οποία μπορεί να ευνοούν έμμεσα και τις ΜΜΕ (βλ. Προγράμματα Εξοικονομώ τα οποία και επικαλέστηκε ο πρωθυπουργός) η συντριπτική πλειοψηφία των πόρων κατευθύνεται σε μεγάλες επιχειρήσεις και σε επενδυτικά προγράμματα αυτού του τύπου. Ο μεγάλος χαμένος είναι φυσικά ο κοινός τόπος, η παραγωγική στροφή της οικονομίας. Αυτή ήταν και η προτροπή της ´Έκθεσης Πισσαρίδη, που παρά τον παραδοσιακό φιλελεύθερο τρόπο που συνέλαβε την υλοποίηση της, τη θεώρησε ως τον κρίσιμο παράγοντα. Εδώ ο πρωθυπουργός αναγνώρισε ότι έγιναν «μόνο μερικά βήματα», «μένουν να γίνουν πολλά». Και η σημασία της είναι ακριβώς στη δυνατότητα συγκράτησης μέσω των πιο σύνθετων διασυνδέσεων στην ελληνική οικονομία του οφέλους που προκύπτει από βελτιωμένες επιδόσεις σε κάποιους τομείς.
Το θέμα αυτό αποκτά τη σημασία του αν δει κανείς την πορεία του ισοζυγίου πληρωμών. Διότι ναι μεν οι εξαγωγές ανέκαμψαν στα προ πανδημίας επίπεδα, ίσως και λίγο παραπάνω, αλλά ταυτόχρονα οι εισαγωγές αυξήθηκαν ακόμα γρηγορότερα.
Αν εξαιρέσουμε την παραμορφωτική επίδραση των πετρελαιοειδών σε εισαγωγικές και εξαγωγές, η βασική τάση παραμένει. Κάθε βελτίωση των εξαγωγών συνοδεύεται από διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος. Σήμερα με έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών σχεδόν στα 20 δισ. (10% του ΑΕΠ), που πρακτικά μπορεί να καλυφθεί μόνο με εξωτερικό δανεισμό, η ελληνική οικονομία έχει μπει σε τροχιά μη βιώσιμης ανάπτυξης. Συνεπικουρούμενη από τα αναγκαία δημοσιονομικά ελλείμματα λόγω πανδημίας, η ελληνική οικονομία απώλεσε την καθαρή θέση, χωρίς εξωτερικά και εσωτερικά ελλείμματα, που είχε το 2019. Αυτό δεν συνεπάγεται νέα μνημόνια, αλλά μία σαθρή οικονομική βάση για την ίδια την ανάπτυξη της οικονομίας.
Το τελευταίο θέμα είναι τα εργασιακά.
Εκεί η δοκιμασία είναι μεγάλη. Διότι χωρίς πλέον κανένα μνημονιακό περιορισμό, η κυβέρνηση θα μπορούσε να επαναφέρει τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, καθώς και να δεσμεύσει τους κοινωνικούς φορείς σε μία πορεία επαναφοράς των κανονικών εργασιακών σχέσεων. Αντί για αυτό, η κυβέρνηση έχει αφήσει άθικτο το εργασιακό πλαίσιο των μνημονιακών χρόνων -αν δεν το έχει κάνει ακόμα πιο ευέλικτο με επιλεκτικές παρεμβάσεις. Η επίκληση λοιπόν, που έγινε και στην συνέντευξη, ότι καλό θα ήταν να γίνονται συλλογικές διαπραγματεύσεις και να υπάρχουν κλαδικές συμβάσεις, αποποιείται το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει συντηρήσει ένα καθεστώς που δεν διασφαλίζει τα ελάχιστα, δηλαδή την πρόσδεση των μισθών στην πραγματική άνοδο της παραγωγικότητας ή της ανάπτυξης της οικονομίας και την προσαρμογή τους στις πληθωριστικές πιέσεις της οικονομίας. Η επιδείνωση της θέσης μέρους των μισθωτών και της ευέλικτης εργασίας την τελευταία διετία καταγράφεται ήδη στις στατιστικές της Eurostat, με τη μείωση του πραγματικού εισοδήματος σχεδόν για το 30% των απασχολούμενων και την αύξηση των φαινομένων ή του κινδύνου ακραίας φτώχειας.
(Ο Γιώργος Σταθάκης είναι πρώην υπουργός- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)