Ο ελληνικός πληθωρισμός είναι επιπρόσθετα «πληθωρισμός κερδών» και «πληθωρισμός φόρων», επισημαίνει με μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή του στο iEnergeia.gr ο Γιώργος Σταθάκης.
Ο πρώην υπουργός Οικονομίας υπογραμμίζει ότι χαρακτηριστικά για τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο εταιρίες: «Οι πωλήσεις τους είναι γύρω στα 60 δις, άρα αντιπροσωπεύουν το μεγάλο κομμάτι της ελληνικής οικονομίας. Τα αναμενόμενα κέρδη για φέτος, για το 2022, θα φθάσουν τα 11 δις, ήτοι το 5,5% του ΑΕΠ. Παραδοσιακά τα κέρδη των εισηγμένων στην καλύτερη χρονιά πριν από την κρίση, ας πούμε το 2007, ήταν περίπου 4,5% του ΑΕΠ. Το 2019 ήταν μόλις 1% του ΑΕΠ. Μεσοσταθμικά κινούνται περίπου στο 3%. Συνεπώς τα φετινά κέρδη, εν μέσω της κρίσης, κάνουν ρεκόρ εικοσαετίας».
Όπως τονίζει «τα υπερβάλλοντα κέρδη και η υπεραπόδοση των φόρων φαίνεται να απορροφούν περίπου 6 μονάδες του ΑΕΠ, περίπου δηλαδή 12 με 13 δις», ενώ αναφέρει ως παράδειγμα τις τράπεζες: «Φέτος εμφανίζονται κέρδη μεσοσταθμικά ένα δις η κάθε μία. Αυτό προκύπτει από την αύξηση των επιτοκίων χορηγήσεων και τις χρεώσεις των τραπεζικών συναλλαγών. Και στις δύο περιπτώσεις η συμπεριφορά τους είναι προβληματική. Αυξάνουν τα επιτόκια χορηγήσεων αλλά όχι τα επιτόκια για την αποταμίευση, τα οποία παραμένουν σχεδόν μηδενικά».
Η συνέντευξη του Γιώργου Σταθάκη στο iEnergeia.gr έχει ως εξής:
Τι θεωρείται ότι είναι τα κρίσιμα θέματα στην σημερινή κατάσταση της οικονομίας με την έντονη ακρίβεια και την πίεση των εισοδημάτων;
Η σημερινή κατάσταση του πληθωρισμού στην Ελλάδα αποδίδεται από την κυβέρνηση στις διεθνείς πληθωριστικές πιέσεις σε ενέργεια, τρόφιμα και πρώτες ύλες. Αυτό όμως είναι η μισή αλήθεια. Ο ελληνικός πληθωρισμός είναι επιπρόσθετα «πληθωρισμός κερδών» και «πληθωρισμός φόρων». Οι διεθνείς τιμές ερμηνεύουν μέρος του πληθωρισμού. Οι μισθοί δεν ακολουθούν ή έχουν μεγάλη χρονική υστέρηση, άρα δεν υπάρχει ο κλασικός «πληθωρισμός του κόστους εργασίας». Συνεπώς βρισκόμαστε σε μία κατάσταση όπου εκτινάσσονται τα κέρδη των εταιρειών και τα έσοδα από φόρους πιέζοντας τους μισθούς και τις συντάξεις.
Πώς θεμελιώνεται αυτό που λέτε περί έκρηξης κερδών και φόρων;
Τα αποτελέσματα του 9μήνου του 2022 για τις εισηγμένες εταιρείες στο Χρηματιστήριο είναι ένας καλός δείκτης. Αυτές ως γνωστόν είναι περίπου 120 εταιρείες, 20 πολύ μεγάλες και 100 μεσαίες ή και μικρότερες. Οι πωλήσεις τους είναι γύρω στα 60 δις, άρα αντιπροσωπεύουν το μεγάλο κομμάτι της ελληνικής οικονομίας. Τα αναμενόμενα κέρδη για φέτος, για το 2022, θα φθάσουν τα 11 δις, ήτοι το 5,5% του ΑΕΠ. Παραδοσιακά τα κέρδη των εισηγμένων στην καλύτερη χρονιά πριν από την κρίση, ας πούμε το 2007, ήταν περίπου 4,5% του ΑΕΠ. Το 2019 ήταν μόλις 1% του ΑΕΠ. Μεσοσταθμικά κινούνται περίπου στο 3%. Συνεπώς τα φετινά κέρδη, εν μέσω της κρίσης, κάνουν ρεκόρ εικοσαετίας.
Το ίδιο και με τις εισπράξεις από τους φόρους. Αυτές κινούνται πάνω από τις προβλέψεις του τρέχοντος προϋπολογισμού κατά 6 δις, μέχρι στιγμής, -πιθανόν να ανέβουν και άλλο. Άρα η υπεραπόδοση των φόρων, κυρίως του ΦΠΑ, είναι περίπου 3% του ΑΕΠ.
Κοινώς τα υπερβάλλοντα κέρδη και η υπεραπόδοση των φόρων φαίνεται να απορροφούν περίπου 6 μονάδες του ΑΕΠ, περίπου δηλαδή 12 με 13 δις. Με ΑΕΠ στα 210, πρόκειται για μία τεράστια αναδιανομή υπέρ των εταιρειών και του κράτους το οποίο πραγματώνεται μέσω του μηχανισμού των τιμών και προκαλεί στέρηση εισοδήματος σε πολλές κατηγορίες του πληθυσμού που λαμβάνουν σταθερό εισόδημα.
Αυτό όμως μπορεί να είναι προσωρινό, καθώς θα μειωθεί αναπόφευκτα η ζήτηση και θα συμπαρασύρει τις τιμές προς τα κάτω;
Έχετε απόλυτο δίκιο. Ο «πληθωρισμός κερδών» λειτουργεί υπό συνθήκες σχετικά σταθερής ζήτησης. Μόνο που η ζήτηση παραμένει σχετικά σταθερή, λόγω της χρήσης αποταμίευσης από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, επιπρόσθετου δανεισμού, και έκτακτων δαπανών στήριξης της κατανάλωσης από το κράτος. Ένας συνδυασμός αυτών είναι εμφανής το 2022. Καθοριστικός όμως παράγοντας είναι ότι η εκτίναξη των κερδών επικεντρώνεται στις τράπεζες, τα διυλιστήρια και τις ενεργειακές εταιρείες. Μετριασμένες αυξήσεις υπάρχουν και σε εταιρείες ορισμένων κατηγοριών υπηρεσιών, όπως πληροφορική και τουρισμός. Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως πρόκειται για κλάδους με ολιγοπωλιακή ισχύ των εταιρειών και δυνατότητα διαμόρφωσης των τιμών. Πρόκειται για κλάδους όπου η οικονομική αστάθεια μπορεί να γίνει αντικείμενο ισχυροποίησης των κερδών.
Τι παραδείγματα θα δίνατε για αυτήν την υπερβάλλουσα κερδοφορία;
Οι τράπεζες είναι το πιο κλασικό. Φέτος εμφανίζονται κέρδη μεσοσταθμικά ένα δις η κάθε μία. Αυτό προκύπτει από την αύξηση των επιτοκίων χορηγήσεων και τις χρεώσεις των τραπεζικών συναλλαγών. Και στις δύο περιπτώσεις η συμπεριφορά τους είναι προβληματική. Αυξάνουν τα επιτόκια χορηγήσεων αλλά όχι τα επιτόκια για την αποταμίευση, τα οποία παραμένουν σχεδόν μηδενικά. Και οι χρεώσεις των τραπεζικών συναλλαγών είναι υψηλές σε σχέση με την ευρωπαϊκή πρακτική. Οι 4 τράπεζες έχουν κάθε συμφέρον να αποποιούνται τον ανταγωνισμό και να εφαρμόζουν παρόμοιες πολιτικές τιμολόγησης προκειμένου να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους στη σημερινή συγκυρία. Καθώς έχουν δανειστεί με μηδενικά επιτόκια ή και αρνητικά από την ΕΚΤ την περίοδο της πανδημίας, έχουν υψηλά διαθέσιμα και «αδιαφορία» για τις καταθέσεις.
Το ίδιο ισχύει και στα δυο διυλιστήρια με σχεδόν 1 δις κέρδος το κάθε ένα και τις 4 ενεργειακές εταιρείες που εμφανίζουν υπερκέρδη. Η εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου και εν μέρει του πετρελαίου διαμόρφωσε συνθήκες κερδοσκοπίας σε όλη την αλυσίδα από το εμπόριο των πόρων αυτών μέχρι την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, και τελικών προϊόντων.
Είναι ελληνικό μόνο φαινόμενο ο «πληθωρισμός κερδών»;
Φυσικά και όχι. Ο «πληθωρισμός κερδών» δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και αλλού, έχουμε παρόμοια φαινόμενα. Για το λόγο αυτό και υπάρχει κριτική προς τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες ότι η πολιτική της αύξησης των επιτοκίων δεν απαντά σε κανένα από τα προβλήματα του σημερινού πληθωρισμού που εδράζεται στις αυξημένες τιμές ενέργειας και τροφίμων, στις κερδοσκοπικές αγορές και στον πληθωρισμό κερδών. Για το λόγο αυτό εγείρουν το θέμα της έκτακτης φορολόγησης των υπερκερδών ή της ακύρωσης φοροαπαλλαγών, ή άλλα μέτρα που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις προκειμένου να ελέγξουν το φαινόμενο αυτό. Και φυσικά μέτρα μείωσης της έμμεσης φορολογίας σε βασικές κατηγορίες αγαθών.
Η κυβέρνηση τι θα έπρεπε να είχε κάνει;
Η κυβέρνηση επέλεξε να επιδοτεί την κατανάλωση ενέργειας και όχι να παρεμβαίνει στην αγορά. Αυτό για ένα χρόνο κόστισε πολύ και ενθάρρυνε την κερδοσκοπία. Όταν αποφάσισε να παρέμβει πρόσφατα τον Ιούλιο το έκανε με ημίμετρα. Γενικότερα θα έπρεπε να κάνει χρήση του πλαφόν στη λιανική ή στην χονδρική αγορά, μαζί με την φορολόγηση των υπερκερδών. Στα διυλιστήρια επίσης.
Στις τράπεζες θα μπορούσε να κάνει φορολογικές παρεμβάσεις, έκτακτου η μονιμότερου χαρακτήρα και να ελέγξει τυχόν εναρμονισμένες πρακτικές. Οι τράπεζες λειτουργούν υπό ένα περίπλοκο σύστημα -το σύστημα του «αναβαλλόμενου φόρου», που συνυπολογίζεται και αποτελεί μεγάλο μέρος των εποπτικών κεφαλαίων τους. Μετά από τα διαδοχικά λάθη στη διαχείριση των κόκκινων δανείων των τραπεζών και της κυβέρνησης, τα προβλήματα συσσωρεύτηκαν. Οπότε ουσιαστικά ενθάρρυνε την υπερβάλλουσα κερδοφορία προκειμένου να καλυφθούν τα προβλήματα αυτά.
Η οικονομία θα αντέξει μία συνεχιζόμενη ενεργειακή και οικονομική κρίση;
Διεθνώς διαφαίνεται ότι για τα επόμενα δυο χρόνια οι οικονομίες θα έχουν αργή ανάπτυξη, και οι τιμές ενέργειας θα παραμείνουν υψηλές. Ετσι και αλλιώς δεν υπάρχει διαθέσιμο φυσικό αέριο από κάπου για να αντικαταστήσει το ρωσικό, και οι συνθήκες θα βελτιωθούν από το 2024 και μετά.
Οι πληθωριστικές πιέσεις μπορεί να αποκλιμακωθούν σταδιακά. Η νομισματική πολιτική όμως θα παραμείνει σχετικά περιοριστική. Επιπρόσθετα θα αποσύρονται τα έκτακτα μέτρα στήριξης των οικονομιών που πάρθηκαν λόγω της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης και προκάλεσαν μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και αύξηση του δημόσιου χρέους διεθνώς. Η κεντρική ιδέα θα είναι να υπάρξει μία σταδιακή αποκλιμάκωση του χρέους. Αυτό θα είναι το μακροοικονομικό περιβάλλον που καλείται να κινηθεί η ελληνική οικονομία.
Το τι θα αποφασιστεί στην Ευρώπη για μετά το 2023 είναι κρίσιμο. Η ελληνική οικονομία δεν κινδυνεύει από κρίση χρέους, καθώς αυτό είναι ρυθμισμένο με τη συμφωνία του 2018 και δεν επηρεάζεται από τις οικονομικές διακυμάνσεις. Για την ακρίβεια ωφελείται από τον πληθωρισμό. Συνεπώς η Ευρώπη ή θα επιλέξει ένα λελογισμένο πλαίσιο δημοσιονομικής διαχείρισης επιτρέποντας τις εθνικές ιδιαιτερότητες και τις πιο σταδιακές ρυθμίσεις για κάθε χώρα ή θα πάει σε πιο αυστηρό πλαίσιο που θα δημιουργήσει επιπρόσθετες δημοσιονομικές πιέσεις.
Ποιο είναι η κύρια αλλαγή πολιτικής σε περίπτωση που προκύψει μία νέα προοδευτική κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές;
Η σημερινή κυβέρνηση αφήνει μία βαριά κληρονομία στην οικονομική πολιτική που εδράζεται στην διεύρυνση των ανισοτήτων. Έκανε φοροαπαλλαγές των πιο ευκατάστατων ομάδων, πίεσε τους μισθούς με την ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας και κράτησε στάσιμο το κοινωνικό κράτος εν μέσω αυξημένων αναγκών. Αυτά διεύρυναν τις κοινωνικές ανισότητες και αυτό καταγράφεται σε όλες τις στατιστικές, ελληνικές και ευρωπαϊκές περί διανομής του εισοδήματος για την περίοδο 2019-2022. Πλέον οι επιστημονικές μελέτες έχουν ακυρώσει την ιδέα ότι «η διάχυση του πλούτου από πάνω προς τα κάτω» θα ωθούσε συνολικά την ανάπτυξη και θα μείωνε τις ανισότητες. Σήμερα οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις διεθνώς συμμερίζονται την ιδέα ότι η μείωση των ανισοτήτων ενισχύει την οικονομική ανάπτυξη. Και αυτό γίνεται με τρεις τρόπους. Βελτίωση των μισθών, ισχυρότερο κοινωνικό κράτος και δικαιότερο φορολογικό σύστημα. Μαζί με την ιδέα της ενίσχυσης των παραγωγικών τομέων της οικονομίας, κοινώς της βιομηχανίας, της γεωργίας και της τεχνολογίας, και την σύνδεση τους με την πράσινη μετάβαση, διαμορφώνεται ένα σαφές πλαίσιο εναλλακτικής στρατηγικής για την οικονομική διακυβέρνηση της χώρας.