Η επανεκλογή του προέδρου της Τουρκίας Ρ.Τ. Ερντογάν -για την οποία, παρασκηνιακά, εξέφραζαν βεβαιότητα όλες οι μεγάλες χώρες και η ελληνική Διπλωματική Υπηρεσία εδώ και μήνες- και ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης στην Ελλάδα, μετά την 25η Ιουνίου, δημιουργούν συνθήκες αναβίωσης του διαλόγου Αθήνας-Άγκυρας.
Θεωρητικά, οι δύο εμπλεκόμενες πλευρές και οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι (ΝΑΤΟ, Ε.Ε., Ηνωμένες Πολιτείες και ευρωπαϊκές δυνάμεις) συναινούν ότι πρέπει και μπορεί να υπάρξει διάλογος, αλλά πρακτικά προκύπτουν διαφωνίες -ενδεχομένως αγεφύρωτες- ως προς την ατζέντα και το χρόνο των επαφών.
Η Τουρκία, παρά το ήπιο κλίμα με την Ελλάδα μετά τους σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου 2023 και τις εκατέρωθεν ευχές για μακροημέρευσή του, είχε διαμηνύσει στην κυβέρνηση Μητσοτάκη ότι δεν προτίθεται να μεταβάλει τη διμερή ατζέντα στο παραμικρό. Κατά την άποψη της Άγκυρας, πρέπει να συζητηθούν οι θαλάσσιες ζώνες, η κυριαρχία και αμυντική οχύρωση των νησιών του Αιγαίου, το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων και του εναερίου χώρου, η ισοπολιτεία στη Θράκη, ζητήματα Κούρδων και τρομοκρατίας και το Μεταναστευτικό. Αν λάβουμε υπόψη την εφευρετικότητα της τουρκικής διπλωματίας, όπως τα Ίμια το 1996 (48 χρόνια μετά την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα) και οι εξόχως παράνομες συμφωνίες με τη Λιβύη (ΑΟΖ και στρατιωτική το 2019 και διαχείρισης υδρογονανθράκων το 2022), δεν αποκλείεται η ξαφνική ανάδυση πρόσθετων θεμάτων.
Ενώπιον της ανεξέλεγκτης τάσης της Άγκυρας να θέτει στο τραπέζι του διαλόγου ό,τι, όπως και όποτε θέλει, ο απελθών -και πιθανότερος νέος- πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης, αυτονόητα απαντά ότι δεν αποδέχεται συζήτηση επί της κυριαρχίας και αποστρατιωτικοποίησης των νησιών. Επίσης, προ των εκλογών της 21ηςΜαΐου, διευκρινίστηκε από «κύκλους» (δηλαδή, ανώνυμα, άτυπα και μη δεσμευτικά) ότι, όταν ο κ. Μητσοτάκης κάνει λόγο για διαπραγμάτευση επί των «θαλάσσιων ζωνών», δεν εννοεί και τα χωρικά ύδατα, αλλά μόνον την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Ωστόσο, στην πρόσφατη συνέντευξή του στην «Καθημερινή» και στον Αλ. Παπαχελά, ο κ. Μητσοτάκης αναίρεσε τα λεγόμενα των «κύκλων». Επανέλαβε τη διατύπωση για «βασική διαφορά (σ.σ.: άρα, όχι μοναδική) με την Τουρκία για οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών», χωρίς διασαφήνιση για τα χωρικά ύδατα.
Παράλληλα, ο κ. Μητσοτάκης -ορθώς- θεωρεί χρήσιμη μια συζήτηση με τον Τούρκο πρόεδρο, στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Βίλνιους (12-13 Ιουλίου), αλλά αφήνει ομιχλώδη το χαρακτήρα της ως απλά επιβεβαιωτικό αμοιβαίας πρόθεσης μελλοντικού διαλόγου ή ως αφετηρία άμεσης έναρξής του. Ό,τι από τα δύο κι αν ισχύει, διαπιστώνονται τεράστιες αντιφάσεις: στις 31 Μαΐου 2021, κατά την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου στην Αθήνα, προέκυψε πλήρης αδυναμία εξεύρεσης κοινού εδάφους εφ’ όλης της ύλης (ακόμα και για τη συνέχιση των διερευνητικών επαφών), ενώ, μετά το γεύμα Ερντογάν-Μητσοτάκη της 13ης Μαρτίου 2022 στην Κωνσταντινούπολη, επικράτησε ενθουσιασμός στην ελληνική πλευρά. Ως γνωστόν, οι προσδοκίες διαψεύστηκαν γρήγορα με ακραίες τουρκικές προκλήσεις και τίποτα δεν άλλαξε έκτοτε.
Ασφαλώς, μέγιστη σημασία έχει και η στάση της Ουάσιγκτον. Προς το παρόν, πέραν της παραδοσιακής συνωμοσιολογίας εν Αθήναις, υφίστανται μόνο η δήλωση του πρεσβευτή Τζ. Τσούνης περί «πολύ σοβαρής προσπάθειας επίλυσης των προβλημάτων μετά τις εκλογές», καθώς και ο ρευστός προγραμματισμός επίσκεψης του βοηθού υπουργού Εξωτερικών για θέματα Ενεργειακών Πόρων, Τζ. Πάιατ, και (πιθανώς) κάποιου ανώτερου αξιωματούχου προς τα τέλη του καλοκαιριού.
Ωστόσο, η έκπληξη μπορεί να προέλθει από την Ε.Ε.! Ήδη ακούγονται ψίθυροι για επανάληψη του διαλόγου υψηλού επιπέδου με την Άγκυρα, εκσυγχρονισμό της Συμφωνίας Τελωνειακής Ένωσης και επαναφορά της πρότασης σύγκλησης συνόδου για την Ανατολική Μεσόγειο (με έμφαση στα ενεργειακά). Όποια από τις τρεις ιδέες κι αν προωθηθεί, η Αθήνα και η Λευκωσία θα αναγκαστούν να επαναπροσδιορίσουν, επειγόντως, τη στρατηγική και την τακτική τους.
(Ο Αλέξανδρος Τάρκας είναι Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Δημοκρατία»)