Και μάλιστα την πρώτη ήττα τους, αλλά καθοριστική, να την κάνουν στις 21 Μαΐου στην δική τους υποτίθεται έδρα, στο γήπεδο της απλής αναλογικής και τώρα στη ρεβάνς να θεωρείται βέβαιο ότι θα χάσουν και πάλι αφού η μάχη δίνεται πλέον στο γήπεδο της ΝΔ, αυτό της ενισχυμένης αναλογικής.
Ενώ, λοιπόν, στην μεγάλη τους πλειοψηφία οι εργαζόμενοι, οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες και οι συνταξιούχοι εμφανίζονταν τα χρόνια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, απογοητευμένοι ενίοτε και θυμωμένοι με τον τρόπο δράσης της κυβέρνησης της ΝΔ, οι μικροκομματικές σκοπιμότητες που επικράτησαν στις ηγεσίες των κομμάτων της κεντροαριστεράς, τους φόβισαν περισσότερο από ότι ο Μητσοτάκης και έτσι τους γύρισαν την πλάτη.
Επί της ουσίας, δεν είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία οι θριαμβευτές των εκλογών. Ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και τα άλλα προς τα αριστερά τους κόμματα είναι οι μεγάλοι χαμένοι και αυτοί που χάρισαν την πρώτη και όπως όλα δείχνουν και την δεύτερη εκλογική νίκη στη δεξιά παράταξη.
Οι δικές τους έριδες έστειλαν σήμα στους πολίτες ότι δεν μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους για να συγκυβερνήσουν και ταυτόχρονα ενίσχυσαν τους προεκλογικούς σχεδιασμούς της ΝΔ για σταθερές και αυτοδύναμες κυβερνήσεις.
Ακόμη και στη δεύτερη προεκλογική περίοδο τα κεντροαριστερά κόμματα περισσότερο αναλώθηκαν να αλληλοκατηγορούν το ένα το άλλο με στόχο κυρίως από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ να κερδίσει ψηφοφόρους και να παραμείνει σε διψήφιο ποσοστό και αν είναι δυνατόν να ψαλιδίσει την διαφορά του από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ποιος Έλληνας πολίτης, όμως, νοιάζεται για τον καημό του Ανδρουλάκη να γίνει αξιωματική αντιπολίτευση στη θέση του Τσίπρα.
Οι ψηφοφόροι, δικαίως, πήραν το λάθος μήνυμα από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη, που αρνιόταν πεισματικά κάθε πρόσκληση του Αλέξη Τσίπρα για μια συνεργασία μεταξύ των δημοκρατικών κομμάτων, ως άρνηση σχηματισμού κυβέρνησης και κατά συνέπεια ακυβερνησίας με ότι αυτό συνεπάγεται στις δύσκολες εποχές που διανύουμε.
Αυτό ήταν πραγματικά το καθοριστικό αυτογκόλ που έκρινε και τον εκλογικό αγώνα υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Του έδωσε την ευκαιρία να εστιάζει στον κίνδυνο της ακυβερνησίας και ταυτόχρονα να «κρύβει» τα πεπραγμένα της κυβέρνησης του, αναδεικνύοντας τις έριδες στα αντίπαλα κόμματα. Και η στρατηγική του πέτυχε απόλυτα.
Ωστόσο έχει τη σημασία του και το αποτέλεσμα της δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης στις 25 του Ιουνίου.
Αν η ΝΔ δεν καταφέρει να πανηγυρίσει έναν νέο εκλογικό θρίαμβο και οι πολίτες της δώσουν απλά μια οριακή νίκη –σε ότι αφορά τους βουλευτές της που θα στείλουν στη Βουλή- τα επόμενα τέσσερα χρόνια έστω και κατακερματισμένη η αντιπολίτευση θα μπορέσει τουλάχιστον να «παίζει άμυνα» και να συγκρατεί αλαζονικές και επιζήμιες πολιτικές.