Οι πρόσφατες δηλώσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αρκετά νωρίτερα από τα τέλη του έτους που ήταν το consensus, ήταν κάτι περισσότερο από μήνυμα αισιοδοξίας. Ο Γ. Στουρνάρας έβαλε έναν πήχη για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης: Θα ανακτήσουμε επενδυτική βαθμίδα στα τέλη Αυγούστου, είπε, εφόσον οι διεθνείς οίκοι πεισθούν από τις προγραμματικές δηλώσεις (που θα τις κάνουν «φύλλο-φτερό»…) ότι υπάρχει βούληση να επιτευχθεί πραγματική σύγκλιση χωρίς μακροοικονομικές ανισορροπίες. Αν δεν την ανακτήσουμε μέχρι τότε, θα σημαίνει ότι οι προγραμματικές δηλώσεις δεν ήταν επαρκείς, οι διεθνείς οίκοι δεν πείσθηκαν και προτίμησαν να πάρουν τον χρόνο τους.
Θα πείτε, έχει μεγάλη σημασία αν την ανακτήσουμε μέχρι τον Αύγουστο ή σε έξι μήνες; Η αλήθεια είναι ότι η ανάκτησή της έχει προεξοφληθεί από τις αγορές, κι αυτό φαίνεται στο συγκρατημένο κόστος δανεισμού μας. Για την ακρίβεια, αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι χρειαζόμαστε το κόστος να μειωθεί περαιτέρω, όπερ θα γίνει αν, αφού μπούμε σε επενδυτική βαθμίδα, αρχίσουμε να ανεβαίνουμε σκαλοπάτια μέσα σε αυτήν -να μην μείνουμε οι τελευταίοι στους πρώτους. Η προσπάθεια δεν τελειώνει με την επίτευξη του λεγόμενου «εθνικού στόχου» -που, επί της ουσίας, είναι ένα εργαλείο για την επίτευξη πραγματικά μεγάλων στόχων. Άρα, έχει σημασία να μην «καίμε» χρόνο.
Για να το πετύχουμε, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις μακροοικονομικές ισορροπίες -κι αυτό είναι το πιο σημαντικό. Μέχρι τώρα, τα οικονομικά επιτελεία εθελοτυφλούσαν. Σκαρφίζονταν δικαιολογίες για τη διατήρηση του ελλείμματος του ισοζυγίου (που από 1,5% του ΑΕΠ το 2019, σκαρφάλωσε στο 6,6% το 2020, στο 6,8% το 2021 και στο 10% το 2022…) πολύ πάνω από το ευρωπαϊκό όριο ασφαλείας 4% του ΑΕΠ, σχεδόν διπλάσιο φέτος -στο 7% του ΑΕΠ. Γιατί έδινε προτεραιότητα σε μια χαλαρή, χωρίς αυστηρότητα, δικαιοσύνη κι έγνοια για αληθινή ανάπτυξη, δημοσιονομική πολιτική. Με αφορμή την πανδημία και χρυσό χορηγό τον πληθωρισμό, μοιράστηκαν πάνω από 50 δισ. ευρώ όχι μόνο για τη στήριξη οικονομίας και κοινωνίας αλλά και για «να τελειώνουμε με τον λαϊκισμό». Αυτή είναι η αλήθεια, γι αυτό έκανε «στραβά μάτια» οι ευρωπαίοι εταίροι.
Οι πρώτες δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κ. Χατζηδάκη, υποδηλώνουν ότι θέλει να γυρίσει σελίδα -θα φανεί και στην αυριανή συνάντησή του με τον Γ. Στουρνάρα. Ξεχωρίζουμε τρία σημεία: (α) Να μεταβούμε -είπε- σε ένα βιώσιμο σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής παραγωγικό μοντέλο, καταπολεμώντας δομικές αδυναμίες και στρεβλώσεις δεκαετιών. (β) Προς τούτο, να ενισχύσουμε καινοτόμους κλάδους της οικονομίας και ειδικά τις εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας. (γ) Αυτά, να τα κάνουμε παράλληλα με τη μείωση του δημοσίου χρέους. Ο Κ. Χατζηδάκης γνωρίζει ότι η μείωση του χρέους λόγω πληθωρισμού δεν είναι λύση, μιλά για νέο παραγωγικό μοντέλο και -ενδιαφέρον! -εισάγει στην επίσημη πολιτική τις έννοιες των διεθνώς εμπορεύσιμων και των αγαθών Baumol -των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας.
Αν αυτά συνδυαστούν με την δέσμευσή του ότι θα κηρύξει πόλεμο στη φοροδιαφυγή (πολλώ μάλλον, όπως θα ήταν αποδοτικό και δίκαιο, αν επεκτείνει αυτόν τον πόλεμο και στη νόμιμη αλλά αντιαναπτυξιακή φοροαποφυγή του πλούτου…), η προσπάθειά του θα αποκτήσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και θα βρει πρόθυμες, πολύ ευρύτερες συμμαχίες.
Δεν θα είναι εύκολο. Ειδικά στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής οι αντιστάσεις θα είναι πεισματικές. Χρειάζονται νομοθετικές αλλαγές επι το αυστηρότερο (δεν μπορεί η Ελλάδα να είναι η χαρά του μπαταχτσή και του φοροφυγάδα!..), ενίσχυση των φορολογικών αρχών (δεν πάμε πουθενά αν το 70% των δαπανών της ΑΑΔΕ πηγαίνει για μισθούς και μόνο 30% για σύγχρονο εξοπλισμό κι αν δεν μειωθεί ο μέσος όρος ηλικίας των υπηρετούντων εφοριακών, με προσλήψεις νέων ανθρώπων, της ψηφιακής εποχής…) και, βεβαίως διαφάνεια: Μια διαρκής επιτροπή που θα αναλάμβανε το ταχύτερο δυνατό ξεκαθάρισμα του (προσοδοφόρου για τους «μυημένους»…) κυκεώνα φορολογικών ρυθμίσεων, την απλοποίηση και την τακτοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας, για να κλείσουν οι «τρύπες» και κάθε πολίτης να γνωρίζει με ασφάλεια τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του, θα ήταν μια σπουδαία πρωτοβουλία.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)