Μια σοβαρή δομική αλλαγή στην Ευρωπαϊκή πολιτική της Γαλλίας μπορεί, όπως γράφει ο Economist (και συμφωνεί η Le Monde),«να αναμορφώσει την Ευρώπη». Η αλλαγή αφορά ένα κεντρικό πυλώνα της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) με νέες χώρες μέλη. Η Γαλλία υπήρξε, ως γνωστόν, διαχρονικά επιφυλακτική έως εχθρική στο στόχο της διεύρυνσης καθώς εκτιμούσε ότι η προσθήκη νέων κρατών μελών υπέσκαπτε την ηγεμονική της θέση στην ΕΕ. Πράγμα όχι και πολύ μακριά από την πραγματικότητα. Έτσι αρχικά αντιτάχθηκε στην ένταξη της Βρετανίας (1963) και αργότερα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης ενώ το 2007 ο πρόεδρος Ν. Σαρκοζί έκλεισε την πόρτα της ένταξης στην Τουρκία και συνέβαλε έτσι στην αυταρχική και νεο-αυτοκρατορική εκτροπή Ερντογάν. Βεβαίως τελικά αποδέχτηκε την ένταξη των Ανατολικοευρωπαϊκών χωρών ως ένα σχέδιο για την επέκταση της φιλελεύθερης δημοκρατίας στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο. Το Παρίσι «έβλεπε» τη διεύρυνση της Ένωσης σχεδόν αποκλειστικά από την οπτική της Γαλλικής κυριαρχίας. Κάτω όμως από τις δραματικές συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία το Παρίσι (πρόεδρος Μακρόν) εγκατέλειψε την προσέγγιση αυτή σε μια ιστορική επαναδιατύπωση της Γαλλικής πολιτικής.
Το Παρίσι προσεγγίζει τώρα τη διεύρυνση από γεωπολιτική οπτική ως «στρατηγικό απαιτούμενο» για την Ευρώπη . Και, όπως λέγει η υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Γαλλίας Λωρένς Μπουν, ως «μέσο για την εδραίωση της Ευρωπαϊκής κυριαρχίας» και «στρατηγικής αυτονομίας» . Στη νέα αυτή λογική το Παρίσι θεωρεί ότι δύο χώρες θα πρέπει οπωσδήποτε προοδευτικά να ενσωματωθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, εάν οι συνθήκες το επιτρέψουν, τελικά να ενταχθούν θεσμικά πλήρως σ’ αυτή: η Ουκρανία και η Τουρκία. Θεωρεί και τις δύο χώρες-κλειδί για την ενίσχυση της «γεωπολιτικής Ευρώπης». Η Ουκρανία έχει, ως γνωστόν, υποβάλει αίτηση ένταξης και έχει επισήμως ανακηρυχθεί «υποψήφια για ένταξη χώρα». Το Δεκέμβριο πρόκειται να αποφασισθεί το εάν θα αρχίσουν οι σχετικές διαπραγματεύσεις. Και, παρά τις επιφυλάξεις κρατών μελών, η Γαλλία πλειοδοτεί για την έναρξη και γρήγορη ενσωμάτωση της Ουκρανίας στην ΕΕ .
Η Τουρκία του προέδρου Ερντογάν, παρότι έχει ως ένα κύριο στόχο την αυτονομία της, έχει εκδηλώσει ποικιλοτρόπως τελευταία την επιδίωξή της για προσέγγιση με την Ένωση και το ξεπάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Οικονομικοί λόγοι συνηγορούν υπέρ της προσέγγισης αυτής. Επιπλέον ο πρόεδρος Ερντογάν κατανοεί (α) ότι δεν έχει την επιλογή της ολικής ταύτισης με τη Ρωσία και αποκοπής με Ευρώπη/ Δύση. Η Ρωσία είναι η πολιτικά μεγάλη χαμένη από τον πόλεμο που η ίδια ξεκίνησε. Και ουδείς ταυτίζεται με ένα «χαμένο», (β) σε άλλες επιλογές, όπως να καταστεί η κυρίαρχη δύναμη της Μ. Ανατολής, έχει επίσης αποτύχει. Ενώ η σύμπραξη με την Κίνα έχει περιορισμένη χρησιμότητα. Επομένως, καθώς ανασυγκροτείται ο γεωπολιτικός χώρος της Δύσης και κυρίως της Ευρώπης( όπως και της Αν Μεσογείου) , φαίνεται να θεωρεί ότι συγκλίνουν οι ανάγκες και επιλογές των δύο πλευρών. Ως εκ τούτου έθεσε ως ένα στρατηγικό στόχο την επανασύνδεση (και τελικά ένταξη) με την ΕΕ. Η τελευταία ήδη αποφάσισε την επανασύνδεση και το φθινόπωρο θα έχει ένα «στρατηγικό αναστοχασμό» πάνω στην Τουρκία. Το σημαντικό είναι ότι τη διαδικασία αυτή στηρίζει τώρα η παραδοσιακά αντίθετη Γαλλία (και βεβαίως η Γερμανία). Σε πρώτη φάση η επανασύνδεση θα υλοποιηθεί με μια ειδική σχέση (εκσυγχρονισμός τελωνειακής ένωσης, κλπ.). Αλλά η γεωπολιτική δυναμική και ο νέος Ερντογάν που φαίνεται να προβάλλει (Ερντογάν nο. 3) έχουν ως μακρινό ορίζοντα την πλήρη ένταξη εάν και εφόσον....
(Ο καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος ΥΠΕΞ, μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ . Από τις εκδόσεις Παπαζήση κυκλοφορεί το νέο βιβλίο του «Ελλάδα: Ορίζοντας 2030. Οι Προκλήσεις Τουρκίας και Ευρώπης»- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από «Τα Νέα»)