Το Κυπριακό έχει υποβαθμιστεί στις προτεραιότητες του ελλαδικού πολιτικού κόσμου και, ενδεχομένως, είναι ως και αδιάφορο σε κάποια μερίδα του, αλλά -επιπλέον της ηθικής διάστασης- παραμένει ύψιστο θέμα εθνικής ασφάλειας, επιβάλλοντας διαρκή δράση της Αθήνας.
Αν και δεν ομολογείται δημόσια από τον πρωθυπουργό Κυρ. Μητσοτάκη, η συνάντησή του, στις 12 Ιουλίου, με τον Τούρκο πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν (χρησιμότατη όντως για την επανάληψη του διμερούς διαλόγου και την εκτόνωση της ακραίας έντασης) θυσίασε το Κυπριακό. Κατάργησε, πρακτικά, την πάγια θέση ότι -ακόμα και αν δεν αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη- η πρόοδος στην επίλυσή του επηρεάζει την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Ωστόσο, όσοι, στο Μέγαρο Μαξίμου και στο υπουργείο Εξωτερικών, παραμερίζουν το πρόβλημα της Μεγαλονήσου, θα ήταν χρήσιμο να αφομοιώσουν την πολύ σύγχρονη ιστορία του. Tον Ιανουάριο του 1988, μετά τη συνάντηση των πρωθυπουργών Αν. Παπανδρέου και Τ. Οζάλ στο Νταβός (όπου η ελληνική πλευρά πρότεινε αποστρατιωτικοποίηση κατόπιν συνεννόησης με τον πρόεδρο Σπ. Κυπριανού), επικράτησε η άποψη ότι -κατά την πολιτική έκφραση της εποχής- «το Κυπριακό μπήκε στο ράφι». Γιατί, ακριβώς, ο Παπανδρέου δεν επανέλαβε, ρητά και δημόσια, την πάγια θέση ευθείας διασύνδεσής του με τα Ελληνοτουρκικά με την πρόσθετη επισήμανση ότι η επίλυση του Κυπριακού επηρεάζεται, με τη σειρά της, από την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής. Πέντε μήνες αργότερα, υπό το κοινοβουλευτικό σφυροκόπημα του Κων. Μητσοτάκη και του επιτίμου προέδρου της ΝΔ Ευ. Αβέρωφ, ο Παπανδρέου αναγκάστηκε να αναφωνήσει το ιστορικό “mea culpa” («λάθος μου») για την παράλειψή του στο Νταβός. Και ελάχιστοι θυμούνται ότι, την ίδια περίοδο, το Μνημόνιο Παπούλια-Γιλμάζ (η μοναδική βιώσιμη διμερής συμφωνία των τελευταίων 35 ετών) δεν θα υπογραφόταν, αν η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα (με το συντονισμό του πρέσβη Κυριάκου Ροδουσάκη, τότε διπλωματικού συμβούλου του Πρωθυπουργού) δεν απαιτούσε και δεν πετύχαινε την άμεση επιστροφή της Άγκυρας στη διαδικασία του ΟΗΕ για το Κυπριακό.
Η ιδέα για το «ράφι» επανήλθε τον Απρίλιο του 1996, όταν ο κ. Κ. Σημίτης επισκέφθηκε τον πρόεδρο Μπ. Κλίντον και, τον Ιούλιο, αντάλλαξαν επιστολές σχετιζόμενες με την ελληνοτουρκική συνεννόηση μετά την κρίση των Ιμίων. Ο τότε πρωθυπουργός, που δεν είχε ασχοληθεί καν με το Κυπριακό, αναγκάστηκε, με δραματικό τρόπο, να συνειδητοποιήσει τη βαρύτητά του. Στα μέσα Αυγούστου 1996, ξέσπασε η κρίση στην Πράσινη Γραμμή της Λευκωσίας (δολοφονίες των Ισαάκ και Σολωμού), οπότε ο κ. Σημίτης έσπευσε να αλλάξει ακόμα και τους κανόνες εμπλοκής της ΕΛΔΥΚ προς άμεση αντίδραση. Και, στη συνέχεια, έκανε στροφή 180 μοιρών, εργαζόμενος υπέρ της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε.
Στις μέρες μας, οι εν Αθήναις θιασώτες της διπλωματικής εγκατάλειψης της Μεγαλονήσου προβάλλουν τρεις λανθασμένους ισχυρισμούς. Πρώτον, ότι, αφού η Κύπρος είναι μέλος της Ε.Ε. από το 2004, μπορεί να κινείται αυτόνομα, χωρίς να τη «φορτώνεται» η ελληνική διπλωματία. Δυστυχώς, δεν τους περνά από το μυαλό το ακριβώς αντίθετο: ότι ο άρτιος συντονισμός Αθήνας και Λευκωσίας, στα όργανα των Βρυξελλών, θα έχει πολλαπλάσια αποτελεσματικότητα και για τις δύο. Υποστηρίζουν, δεύτερον, ότι η διεθνής κοινότητα δεν πιστεύει πια ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει πραγματική βούληση επίλυσης του προβλήματος, αφού απέρριψε το Σχέδιο Άναν με το δημοψήφισμα του Απριλίου 2004. Πραγματικά, περίεργη νοοτροπία. Αφενός δεν σέβεται τη συντριπτική πλειοψηφία του 75,8% υπέρ του «Όχι» και αφετέρου παραγνωρίζει ότι -εκτός από κάποιες θετικές πτυχές- το Σχέδιο Άναν περιείχε τις κάκιστες βασικές πρόνοιες της διάλυσης του υφιστάμενου κράτους, της μη ένταξης στην Ε.Ε. και της μακράς «μεταβατικής» παραμονής των τουρκικών στρατευμάτων. Υποστηρίζεται, τρίτον, ότι η Λευκωσία ευθύνεται για την κατάρρευση των συνομιλιών, στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας, τον Ιούλιο του 2017. Το αληθές είναι ότι, ενώ αμφότερες οι πλευρές έκαναν υποχωρήσεις, υπεύθυνη του τελικού αδιεξόδου ήταν η Άγκυρα. Αποκαλυπτική είναι η στάση του τότε υπουργού Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου -στα επίσημα πρακτικά του ΟΗΕ και δημόσια- ότι «για την Τουρκία και την τουρκοκυπριακή πλευρά δεν είναι αποδεκτό να αποσυρθούν τα στρατεύματα».
Όμως, πέραν της διδακτικής πρόσφατης ιστορίας, είναι οφθαλμοφανές ότι η τρέχουσα αναβίωση της τακτικής του «ραφιού» δεν προσφέρει τίποτα στα -ελλαδικά και κυπριακά- συμφέροντα. Είναι και θα παραμείνει άνευ ανταλλαγμάτων. Ο πρόεδρος Ερντογάν και ο υπουργός Εξωτερικών Χ. Φιντάν όχι μόνον δεν εκτιμούν ή ανταποδίδουν τίποτα, αλλά επιμένουν στην τακτική των δύο κρατών μαζί με κινήσεις επί του πεδίου (άνοιγμα δρόμου στην Πύλα της «Νεκρής Ζώνης») προς απόκτηση μελλοντικού στρατιωτικού πλεονεκτήματος. Ταυτόχρονα, κάνουν τα πάντα για τη διάρρηξη των δεσμών της Ελλάδας και της Κύπρου με το Ισραήλ και την Αίγυπτο και, επίσης, αντιδρούν έντονα στο διορισμό ειδικών απεσταλμένων του ΟΗΕ και της Ε.Ε. Φαίνεται δε ότι, όπως αποκάλυψε χθες η «δ», ο κ. Φιντάν -κατά το κοινώς λεγόμενο- «δούλεψε» τον ημέτερο υπουργό Εξωτερικών, Γ. Γεραπετρίτη, σε τηλεφωνική επικοινωνία τους, στα μέσα Αυγούστου. Αμέσως μετά τη συνομιλία τους, εξέδωσε μια σκληρή ανακοίνωση, επιτιθέμενος κατά του ΟΗΕ για την Πύλα. Και στις 5 Σεπτεμβρίου, στη συνάντηση της Άγκυρας, ο κ. Φιντάν έσυρε τον Έλληνα ομόλογό του στην αναιμική, λακωνική δήλωση ότι «οι θέσεις μας είναι γνωστές και αναγκαίο βήμα είναι η επανεκκίνηση των συνομιλιών».
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, ο Κύπριος πρόεδρος Ν. Χριστοδουλίδης και ο υπουργός Εξωτερικών Κ. Κόμπος, «την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι», αναγνωρίζουν ότι η όποια βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι, γενικώς, επιβοηθητική των προσπαθειών για το Κυπριακό. Προσπαθούν εξάλλου να βγάλουν άκρη, χωρίς στήριξη από την Αθήνα, στην κρίση της Πύλας με παρασκηνιακές συνομιλίες. Τελικά, βέβαια, πιο διαφωτιστικός και αποκαλυπτικός -άθελά του προφανώς- αποδεικνύεται ο ομότιμος καθηγητής και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών Χρ. Ροζάκης. Σε άρθρο του, αφού εγκωμιάζει «το ράφι Γεραπετρίτη», ο κ. Ροζάκης εκτιμά ότι «είναι προτιμότερο να προχωρήσουμε, αφήνοντας απ’ έξω την Κύπρο, με την ελπίδα ότι η βελτίωση των σχέσεων με την Τουρκία θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα και για μια οριστική λύση του Κυπριακού».
Δυστυχώς, αν δεν είναι παραπλανητικό, ακούγεται απλοϊκό μια τόσο πεπειραμένη προσωπικότητα, καθώς και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, να βασίζουν, ειλικρινά, την επίλυση ενός διεθνούς προβλήματος εισβολής και κατοχής και μείζονος εθνικού θέματος στην …«ελπίδα» ότι θα ανταποδώσει η Τουρκία. Στη διεθνή διπλωματία και, ειδικά, στην ταραγμένη γειτονιά της ΝΑ Μεσογείου, δεν συνηθίζονται τα, εκ των υστέρων, αντίδωρα ή ελεημοσύνες.
(Ο Αλέξανδρος Τάρκας είναι Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Δημοκρατία")