Σύμφωνα με το περιοδικό Economist, η χώρα με τις καλύτερες οικονομικές επιδόσεις το 2023 ήταν η Ελλάδα. Η κολακευτική αυτή αξιολόγηση βασίστηκε σε έναν σύνθετο δείκτη, που έλαβε υπόψη πέντε μεγέθη: Τον πληθωρισμό, την εξέλιξη του μεριδίου στη συνολική κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών των οποίων η τιμή αυξήθηκε πάνω από 2%, τη μεταβολή του ΑΕΠ, τη μεταβολή της απασχόλησης, καθώς και την εξέλιξη του γενικού δείκτη του χρηματιστηρίου.
Το ίδιο ευνοϊκές για τη χώρα μας είναι οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2024: Σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ, στην Ελλάδα ο πληθωρισμός αναμένεται να είναι χαμηλότερος (2,8% έναντι 3,5%), ενώ ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ μεγαλύτερος (2,3% έναντι 1,3%).
Έχουν δίκιο λοιπόν όσοι πανηγυρίζουν; Και ναι και όχι.
Ναι – επειδή μετά από μια βαθιά και παρατεταμένη ύφεση της προηγούμενης δεκαετίας, και τη δύσκολη διετία 2020-2021, έχουμε πολύ χαμένο έδαφος να ανακτήσουμε, και μεγάλη ανάγκη από καλά νέα. Εξάλλου, η οικονομία δεν είναι μόνο αριθμοί, είναι και ψυχολογία. Η αισιοδοξία για το μέλλον ενθαρρύνει την κατανάλωση και κυρίως τις επενδύσεις (ο ορισμός της αυτοεκπληρούμενης προφητείας). Συνεπώς, λίγη ευφορία δεν κάνει κακό.
Όχι – επειδή στην πραγματικότητα η εικόνα είναι πολύ πιο μπερδεμένη.
Ας αρχίσουμε από τους αριθμούς στον σύνθετη δείκτη του Economist. Το ΑΕΠ όντως αυξάνεται, αλλά υπερβολικά αργά για να καλυφθούν οι προηγούμενες απώλειες. Εάν τη δεκαετία του ’90 η Ελλάδα ήταν η δεύτερη φτωχότερη χώρα της ΕΕ των 15 (μετά την Πορτογαλία), σήμερα είναι η δεύτερη φτωχότερη της ΕΕ των 27 (μετά τη Βουλγαρία). Όλες οι άλλες χώρες (η Πορτογαλία, η Κύπρος, η Μάλτα, η Πολωνία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Ουγγαρία, η Σλοβενία, οι χώρες της Βαλτικής, η Κροατία, και η Ρουμανία) μας έχουν ξεπεράσει.
Επί πλέον, η ταχύρρυθμη ανάπτυξη από μόνη της δεν σημαίνει πολλά, το θέμα είναι εάν είναι διατηρήσιμη: Τα ξένοιαστα χρόνια πριν από την κρίση χρέους ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν ακόμη υψηλότερος (4,0% κατά μέσο όρο το 1999-2007, δεύτερος υψηλότερος στην ΕΕ μετά την Ιρλανδία), και όλοι ξέρουμε τι έγινε μετά.
Η απασχόληση όντως αυξάνεται, και η ανεργία όντως μειώνεται, αλλά η απόσταση που μας χωρίζει από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο χώρα παραμένει αβυσσαλέα: Και στα δύο, η Ελλάδα καταλαμβάνει τη δεύτερη χειρότερη θέση στην ΕΕ (μετά την Ιταλία και την Ισπανία αντιστοίχως).
Όσο για την αύξηση της τιμής των μετοχών, εδώ η αίσθηση déjà-vu είναι ακόμη πιο έντονη. Σε μια «ρηχή» χρηματιστηριακή αγορά, ο κύκλος της εκρηκτικής ανόδου και της παταγώδους πτώσης τείνει να επαναλαμβάνεται με μεγαλύτερη συχνότητα από ό,τι σε πιο ώριμες αγορές.
Το μεγάλο ερώτημα για την ελληνική οικονομία είναι εάν σε μια περίοδο ραγδαίων και απρόβλεπτων εξελίξεων κερδίζει θέσεις στον παγκόσμιο καταμερισμό, ή εάν αντίθετα παραμένει παγιδευμένη στη μέση της διεθνούς κατάταξης: Υπερβολικά «καθυστερημένη» για να ανταγωνιστεί τις προηγμένες οικονομίες, και ταυτόχρονα υπερβολικά «ακριβή» για να ανταγωνιστεί τις αναδυόμενες.
Και επειδή θαύματα από τη μια μέρα στην άλλη δεν γίνονται, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης θα κριθεί ανάλογα με το εάν συμβάλλει στην αναβάθμιση του μοντέλου ανάπτυξης της χώρας, ή εάν αντίθετα ευνοεί όσους αντλούν ισχύ και κέρδη από τη διατήρηση του παρωχημένου μοντέλου της φθηνής ανάπτυξης (που ήδη οδήγησε τη χώρα στην χρεωκοπία μια φορά πρόσφατα, κατόρθωμα που ανά πάσα στιγμή μπορεί να επαναλάβει).
Εδώ νομίζω τα πράγματα είναι δύσκολα. Μια χώρα που ποντάρει τα ρέστα της στην καλή τουριστική σαιζόν κινδυνεύει να βρεθεί «στον άσσο» εάν κάποιο γεωπολιτικό επεισόδιο στείλει τους τουρίστες κάπου πιο ήσυχα, ή η υπερθέρμανση του πλανήτη κάπου πιο δροσερά, ή η αλλαγή της μόδας και η αναζήτηση του αυθεντικού κάπου με λιγότερο τσιμέντο, λιγότερα κιτς μεγαθήρια, λιγότερες καμήλες και λιγότερα χαλιά στην άμμο.
Μια οικονομία με πάνω από 30% του εργατικού δυναμικού να είναι αυτοαπασχολούμενοι μπορεί να κάνει πρωταθλητισμό μόνο στο ευγενές άθλημα της φοροδιαφυγής. Εκεί οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι όντως εντυπωσιακές (συνολική κατανάλωση 124 δις με δηλωμένα εισοδήματα 84 δις το 2021 – και μπράβο μας). Όμως όλοι αυτοί ψηφίζουν, και μάλιστα το κόμμα που σήμερα βρίσκεται στην εξουσία, απαιτούν το πάρτι να μην σταματήσει ποτέ, μέχρι τελικής πτώσεως (και των υπολοίπων), και εξοργίζονται κάθε φορά που κάποιος υπουργός πάει να συμμαζέψει λίγο την κατάσταση.
Θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει και άλλες απογοητευτικές επιδόσεις. Το δημόσιο έλλειμμα είναι υπό έλεγχο, παρότι η κυβέρνηση σπατάλησε τα δημοσιονομικά περιθώρια σε μέτρα κοντόφθαλμα και άδικα: όπως δείχνουν τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 2022 ξόδεψε περισσότερα από όλες τις άλλες κυβερνήσεις (4,87% ΑΕΠ, με τη δεύτερη Πολωνία στο 2,82%) για επιδοτήσεις λογαριασμών ενέργειας, παρότι ο χειμώνας ήταν ήπιος (ενώ το δημόσιο χρέος είναι πάντα θηριώδες), με τη μερίδα του λέοντος της κρατικής ενίσχυσης να πηγαίνει στους πιο πλούσιους και πιο σπάταλους καταναλωτές. Το εξωτερικό έλλειμμα υποχώρησε σε σχέση με πέρυσι (-6,6% του ΑΕΠ), αλλά παραμένει μακράν το υψηλότερο στην ΕΕ, ενώ Ισπανία και Πορτογαλία καταγράφουν πλέον πλεονάσματα, και μάλιστα αξιόλογα: +2,5% και +1,6% του ΑΕΠ αντιστοίχως.
Τι πρόσημο βάζουμε στην επίδοση της ελληνικής οικονομίας, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πολιτική της κυβέρνησης («pro-market» την χαρακτηρίζει ο Economist) έχει απελευθερώσει τα «ζωώδη ένστικτα» του ιδιωτικού τομέα. Προς το παρόν, η νέα αυτή ισορροπία είναι ηγεμονική. Η μακροημέρευσή της θα εξαρτηθεί από το εάν η αύξηση των κερδών οδηγήσει στη δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας με καλούς μισθούς. Οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο δεν είναι ακόμη ορατές.
(Ο Μάνος Ματσαγγάνης είναι καθηγητής δημόσιας οικονομικής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου, και επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το Κ-Report)