Η αντιμετώπιση ή αντιστροφή της φυγής στο εξωτερικό μέρους του πληθυσμού, ιδίως περισσότερο νέου ηλικιακά και εκπαιδευμένου, του brain drain, επανέρχεται συχνά στον δημόσιο διάλογο. Υπάρχουν μέτρα πολιτικής που έχουν ληφθεί σχετικά και άλλα που κατά καιρούς προτείνονται, όμως το ζήτημα έχει πολλές και βαθιές πτυχές.
Πρώτα από όλα, η σταδιακή αποχώρηση στο εξωτερικό σημαντικού μέρους του πληθυσμού επηρεάζει τις δημογραφικές εξελίξεις. Όχι μόνο επειδή, σε μια χώρα σχεδόν 11 εκατομμυρίων, έφυγε μετά την κρίση του 2010 περίπου μισό εκατομμύριο, πρώτα μετανάστες εγκατεστημένοι στη χώρα και στη συνέχεια Έλληνες. Αλλά κυρίως επειδή αυτοί έφυγαν σε τέτοιες ηλικίες που ήταν πιθανό στη συνέχεια να έκαναν παιδιά. Στη χώρα μας, το φυσικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων έχει αρχίσει και επιδεινώνεται από χρόνια, αλλά το ότι το συνολικό δημογραφικό ισοζύγιο θα παραμείνει αναπόφευκτα αρνητικό στο ορατό μέλλον οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη φυγή αυτών των ανθρώπων κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης χρέους και που δεν ξαναγύρισαν.
Μετά υπάρχει η ποιοτική διάσταση. Οι περισσότεροι από όσους έφυγαν είχαν σχετικά υψηλό επίπεδο σπουδών, που το ανέβασαν περαιτέρω αποκτώντας επιστημονική εξειδίκευση και επαγγελματικές δεξιότητες. Το κενό που δημιουργήθηκε δεν αφορά μόνο τους ανθρώπους που λείπουν αλλά και τον δυναμισμό που αυτοί θα προσέφεραν στην οικονομία και ευρύτερα στην κοινωνία.
Υπάρχει επίσης μια κρίσιμη διακριτή πλευρά, αυτή του εκπαιδευτικού συστήματος. Στις περισσότερες χώρες στις οποίες κατευθύνθηκαν όσοι έφυγαν, το εκπαιδευτικό σύστημα και κυρίως το τμήμα του που διασυνδέεται με την αγορά εργασίας και την επιστημονική έρευνα ήταν ένα κρίσιμο σκαλοπάτι. Άλλωστε, πολλοί νέοι άνθρωποι διαχρονικά αναζητούσαν στο εξωτερικό αυτή τη διασύνδεση υψηλού επιπέδου γνώσης και επαγγελματικής εξέλιξης. Αντίθετα, στη δική μας χώρα, το γενικό επίπεδο εκπαίδευσης κυμαίνεται σχετικά χαμηλά όλες τις πρόσφατες δεκαετίες, και σε λίγες μόνο περιπτώσεις το διδακτικό και ερευνητικό έργο στην ανώτατη εκπαίδευση πλησίαζε το όριο της καινοτομίας και επιστημονικής γνώσης με διεθνή κριτήρια.
Είναι δεδομένο και λογικό πως πολλοί νέοι θα συνεχίσουν να αναζητούν ένα καλύτερο προσωπικό μέλλον στο εξωτερικό, ακριβώς γιατί εκεί υπάρχει καλύτερη διασύνδεση εκπαίδευσης, καινοτομίας και εργασίας. Ακριβώς όμως γι’ αυτόν τον λόγο, θα είναι ιδιαίτερα ευεργετική εξέλιξη η ποιοτική στροφή του εγχώριου συστήματος ώστε να προσελκύει σημαντικό αριθμό αλλοδαπών φοιτητών. Πέρα από άλλα οφέλη, μέρος από αυτούς, αμέσως ή αργότερα, μπορεί να συνεισφέρουν στην έρευνα και την υψηλού επιπέδου εργασία στη χώρα, παραμένοντας σε αυτήν ή εργαζόμενοι από απόσταση. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί όχι μόνο σε περιοχές στις οποίες υπάρχει φυσικό πλεονέκτημα, όπως η αρχαιολογία και οι κλασικές σπουδές, αλλά και στον χώρο των βασικών επιστημών, των οικονομικών, και των επιστημών υγείας, δημιουργώντας ένα περιφερειακό κέντρο που θα προσελκύει νέους ανθρώπους από την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή μας, για να σπουδάσουν, να διδάξουν και να ερευνήσουν. Η χώρα μας χρειάζεται επειγόντως να διεκδικήσει συστηματικά αυτού του είδους τη μετανάστευση ώστε να ενισχυθεί με νέο «αίμα». Η διασύνδεση με τον ελληνισμό της διασποράς μπορεί να είναι εδώ ένας επιπλέον υποβοηθητικός παράγοντας.
Φυσικά, ένα εκπαιδευτικό σύστημα δεν μπορεί να είναι μια γέφυρα που δεν οδηγεί πουθενά. Άλλωστε, όσοι έφυγαν και όσοι φεύγουν το κάνουν κυρίως προς αναζήτηση εργασίας υψηλής αξίας και αμοιβής. Η υποβοήθηση της στροφής της οικονομίας σε επιχειρηματικότητα που, ανεξάρτητα από το μέγεθός της, καινοτομεί, είναι επίσης αναγκαία ώστε να αντιστραφεί το ισοζύγιο εξόδου και εισόδου στη χώρα, Ελλήνων και αλλοδαπών. Η εξέλιξη της δομής της επιχειρηματικότητας τις τελευταίες δεκαετίες επίσης δεν ήταν υποβοηθητική, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν εσωστρεφής όχι μόνο ως προς τις πωλήσεις αλλά και ως προς το ανθρώπινο δυναμικό και τη δομή της. Η εξέλιξη των νέων μέσα στις επιχειρήσεις ήταν συνήθως αργή, και συχνά είχε να ξεπεράσει σταθερές καταστάσεις που ευνοούσαν περισσότερο έμπειρη εργασία που γνώριζε τις ιδιαιτερότητες της κάθε επιχείρησης και αγοράς. Η σχετική προτίμηση και το ανάλογο πλεονέκτημα για όσους επιχειρηματίες και εργαζόμενους ήταν σταθερά «εντός των τειχών», σε σχέση με όσους προσπαθούσαν να εισέλθουν, ήταν και παραμένει ένας από τους παράγοντες χαμηλού δυναμισμού στις αγορές εργασίες και προϊόντων στη χώρα μας. Είναι επίσης ένας από τους παράγοντες που εξηγεί τη διαχρονικά υψηλή ανεργία και τη χαμηλή συμμετοχή στην αγορά των νέων και των γυναικών.
Τι από αυτά μπορεί να αλλάξει από το νέο έτος; Η πορεία αλλαγής μιας οικονομίας παίρνει χρόνο, ειδικά όταν επηρεάζει ή επηρεάζεται από θεμελιώδεις αποφάσεις των ανθρώπων, όπως το πού θα ζήσουν. Η οικονομία μας βρίσκεται το τελευταίο διάστημα σε τροχιά μεγέθυνσης, υψηλότερης από την υπόλοιπη Ευρώπη και οι άμεσες προοπτικές είναι θετικές. Εάν, όμως, δεν επιτευχθεί με γοργούς ρυθμούς μεγαλύτερη πρόοδος σε κρίσιμες ποιοτικά πλευρές της, ειδικότερα στις αγορές και τη διασύνδεσή τους με τη δημόσια διοίκηση και τα συστήματα εκπαίδευσης και υγείας, το ισοζύγιο όσων προσελκύονται στη χώρα σε σχέση με αυτούς που αποχωρούν θα είναι αρνητικό, υποσκάπτοντας τελικά και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί.
(Ο Νίκος Βέττας είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το Κ-Report)