Η χρόνια που ξεκινάει είναι γεμάτη προκλήσεις σε ευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο. Με δυο πολέμους, στην Ουκρανία και τη Γάζα, με τον τελευταίο να τείνει να εξελιχθεί σε περιφερειακή σύγκρουση με απρόβλεπτες συνέπειες, οι κίνδυνοι καθημερινά πολλαπλασιάζονται.
Την ίδια ώρα οδεύουμε προς ευρωεκλογές υψηλού κινδύνου, με την προοπτική σημαντικής ανόδου των ακροδεξιών λαϊκιστικών κομμάτων που επιχειρούν να αποτελέσουν τον προάγγελο για πολιτικές ανατροπές σε αρκετές χώρες, με ιδιαίτερη σημασία στη Γαλλία και τη Γερμανία. Στο βάθος του ορίζοντα διαφαίνεται εξάλλου η απειλή της επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ, κάτι που θα έχει σημαντικές συνέπειες στην παρουσία ή μη των Αμερικανών στην Ευρώπη, στο ΝΑΤΟ αλλά και στη συνέχιση της στήριξης της Ουκρανίας. Στον προεκλογικό ιστότοπο του υποψήφιου Προέδρου υπάρχει μια πρόταση για το ΝΑΤΟ που δείχνει τις προθέσεις του: «Πρέπει να τελειώσουμε την διαδικασία που ξεκινήσαμε κατά την Προεδρία μου, δηλαδή της ουσιαστικής επανεξέτασης των στόχων και της αποστολής του ΝΑΤΟ». Παράλληλα, μια ενδεχόμενη και πολύ πιθανή αλλαγή στην αμερικανική προεδρία θα έχει αλυσιδωτές συνέπειες και σε σχέση με τη Ρωσία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Πούτιν έχει ήδη προαναγγείλει την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ.
Σε αυτό το πλαίσιο ανασφάλειας και αλλαγών, η ΕΕ συνεχίζει να μην μπορεί να βρει το βηματισμό της ως διεθνής παίκτης. Δεν διαθέτει δικό της στρατό, δεν παρέχει συλλογική ασφάλεια στα μέλη της από εξωτερική επίθεση: αυτό παραμένει ακόμη αρμοδιότητα του ΝΑΤΟ για όσα Κράτη μέλη συμμετέχουν σε αυτό. Έτσι, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ είναι ο βασικός χρηματοδότης του ΝΑΤΟ, ο αμυντικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ είναι αυτός που χρηματοδοτεί την συλλογική άμυνα της Ευρώπης!
Είναι σαφές ότι αυτό ούτε βιώσιμο είναι, ούτε μπορεί να αντέξει στο νέο και απρόβλεπτο τοπίο που διαμορφώνεται μπροστά μας. Ακόμη και για τους πολίτες της, όπως δείχνουν έρευνες του Ευρωβαρόμετρου κατά το δεύτερο μισό του 2023, η Ένωση θεωρείται ότι εγγυάται αποκλειστικά την εσωτερική ειρήνη μεταξύ των κρατών μελών και όχι την ειρήνη από εξωτερικές απειλές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ρωσική απειλή δεν μπόρεσε έως τώρα να οδηγήσει σε συντεταγμένες ευρωπαϊκές προσπάθειες για να γίνει η Ευρώπη πιο ασφαλής και πιο αυτάρκης στο αμυντικό επίπεδο. Παρά τις εξαγγελίες, λίγα πράγματα έχουν γίνει στη Γερμανία, που ακόμη δείχνει ανέτοιμη να επωμιστεί στο σύνολο τους τις συνέπειες του Zeitwende, της μεγάλης καμπής που εξήγγειλε ο Καγκελάριος Σολτς. Η αμφιθυμία, οι καθυστερήσεις αλλά και οι ισορροπίες στην κυβέρνηση συνασπισμού οδηγούν σε συνεχή άνοδο του ακροδεξιού AfD. Την ίδια ώρα η Προεδρία Μακρόν συνεχίζει να υποχωρεί μπροστά στην ακροδεξιά, παρά τις προσπάθειες εξισορρόπησης με την επιλογή του δημοφιλούς Γκαμπριέλ Ατάλ. Η προοπτική οι δυο χώρες- στυλοβάτες της ΕΕ να έχουν ακροδεξιά και αντιευρωπαϊκά κόμματα στην ηγεσία τους σε μια κρίσιμη στιγμή για την Ευρώπη είναι εφιαλτική.
Την ίδια ώρα η Ένωση γίνεται μέρος της πολεμικής εξίσωσης μια και έχει δώσει πάνω από 5,6 δις ευρώ σε στρατιωτική βοήθεια, και πάνω από 77 δις ευρώ σε οικονομική βοήθεια στην Ουκρανία. Γενικά υπολογίζεται ότι η ευρωπαϊκή δράση στήριξης στην Ουκρανία είναι περί τα 85 δις ευρώ, σε δάνεια, χορηγίες, στήριξη των προσφύγων, στρατιωτική βοήθεια καθώς και οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια. Ο πόλεμος είναι έξω από την πόρτα μας και το κόστος ιδιαίτερα μεγάλο.
Όμως το κεντρικό ζήτημα είναι η πολυσυζητημένη στρατηγική αυτονομία που σήμερα θα ήταν πιο αναγκαία από ποτέ. Η συζήτηση έχει σταματήσει, η Ευρώπη στρέφεται στο ΝΑΤΟ για την προστασία της και ακόμη και οι παραδοσιακά ουδέτερες Σουηδία και Φινλανδία έσπευσαν να ενταχθούν στη συμμαχία. Το ΝΑΤΟ αποκτά νέα σημασία για τους Ευρωπαίους ως ο μόνος αξιόπιστος οργανισμός που μπορεί να αποτρέψει τη Ρωσία. Η στρατηγική αυτονομία δείχνει να έχει περιοριστεί στην αμυντική βιομηχανία, αναγκαίο βήμα αλλά όχι αρκετό.
Σε μια Ευρώπη που θέλοντας και μη έχει εμπλακεί με τη στρατιωτική στήριξη στην Ουκρανία στον πόλεμο, με την άνοδο των ακροδεξιών δυνάμεων, με τη βαρβαρότητα του πολέμου στην Μέση Ανατολή να είναι σε απόσταση αναπνοής θα χρειαζόταν ένα νέο μεγάλο όραμα, ένα μεγάλο σχέδιο για μια ΕΕ του μέλλοντος στο σύνθετο αυτό διεθνές περιβάλλον, που θα υπερβαίνει μαι γραφειοκρατική προσέγγιση της ευρωπαϊκής πολιτικής και θα άνοιγε νέους δρόμους. Δυστυχώς δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο. Και τα δύσκολα είναι μπροστά μας.
(Η Μαριλένα Κοππά είναι Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο)