Στις 16 Οκτωβρίου έχει οριστεί η έναρξη του «πολιτικού διαλόγου» ανάμεσα στους δυο Υφυπουργούς Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας. Η συνάντηση αυτή είναι ένα κορυφαίο σημείο στη διαδικασία εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ των δυο πλευρών και έρχεται στη συνέχεια της συνάντησης των δυο ηγετών, Μητσοτάκη και Ερντογάν, στη Νέα Υόρκη.
Τι μπορούμε όμως ρεαλιστικά να περιμένουμε;
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της Κυβέρνησης, δεν θα υπάρξουν διερευνητικές επαφές μεταξύ εμπειρογνωμόνων, όπως τις προηγούμενες φορές, αλλά όλα θα ενσωματωθούν στον πολιτικό διάλογο που διεξάγεται πλέον σε υψηλό πολιτικό επίπεδο.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η επανέναρξη του διαλόγου είναι μια θετική εξέλιξη μετά από μια μακρά περίοδο, που θα την χαρακτηρίζαμε ως ‘θερμής ειρήνης’. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι αν στόχος είναι μόνο η εξομάλυνση των σχέσεων ή και η επίλυση της διαφοράς για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, όπως κατ’ επανάληψη έχει δηλώσει η κυβέρνηση, και, αν είναι αναγκαίο, η προσφυγή στη Χάγη.
Παρά τις δηλώσεις του κ. Μητσοτάκη και τις διαρροές από το Υπουργείο Εξωτερικών αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι καμιά από τις δυο πλευρές δεν δείχνει διατεθειμένη να θίξει το θέμα υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, πόσω μάλλον να υπογραφεί συνυποσχετικό για τη Χάγη. Για την ελληνική πλευρά, ο λόγος είναι ότι οποιαδήποτε συμφωνία θα προϋπέθετε ότι η Ελλάδα έχει οριστικοποιήσει τα χωρικά της ύδατα, πράγμα που ως τώρα δεν έχει πράξει. Αν και η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 επιτρέπει τα χωρικά ύδατα- ζώνη απόλυτης κυριαρχίας κάθε χώρας- να επεκταθούν ως τα 12 ναυτικά μίλια, αυτό για την Ελλάδα δεν φαίνεται ρεαλιστικό γιατί θα μετέτρεπε το Αιγαίο σε «ελληνική λίμνη». Ενώ σήμερα τα χωρικά ύδατα είναι στα 6 νμ, η Κυβέρνηση συντηρεί ανοιχτό το ενδεχόμενο επέκτασης τους μιλώντας για «εν δυνάμει δικαίωμα». Όμως αυτό πρέπει να λυθεί πριν αρχίσει η χάραξη των θαλασσίων ζωνών, μια και η υφαλοκρηπίδα και κατ’επέκταση η ΑΟΖ υπολογίζεται από εκεί που τελειώνουν τα χωρικά ύδατα.
Ούτε η Τουρκία δείχνει διάθεση για επίλυση του ζητήματος, εκτός των άλλων γιατί αν συμφωνούσε, θα ήταν σαν να παραδεχόταν ότι αυτή είναι η μόνη διαφορά με την Ελλάδα.
Όλα δείχνουν ότι και οι δύο πλευρές λοιπόν βολεύονται στην δημιουργική ασάφεια και την παραπομπή των ζητημάτων υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στις καλένδες. Έχουν όμως κάθε λόγο να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο ειρήνης και συνεργασίας, κάτι που για την Τουρκία αποτελεί ουσιαστικά διαβατήριο για την βελτίωση των σχέσεων με την ΕΕ αλλά και τις ΗΠΑ, και θα ξεκλειδώσει την πολυπόθητη αγορά των F16.
Σε αυτή τη βάση, φαίνεται ότι θα προχωρήσει με αρκετά γοργά βήματα η «θετική ατζέντα» (ήδη το μεταναστευτικό και η πολιτική προστασία αποτελούν τα δύο πρώτα θέματα για τα οποία θα υπάρξει συμφωνία) και ενδεχομένως τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.
Όλα δείχνουν ότι στόχος θα είναι η παγίωση μιας κατάστασης ειρήνης και η συμφωνία σε θέματα «χαμηλής πολιτικής», σημαντικά πάντως για τις δυο πλευρές. Είναι βέβαια ερώτημα αν η εξομάλυνση χωρίς ουσιαστική αντιμετώπιση των προβλημάτων και ειδικά αυτού που η Κυβέρνηση μετ’ επιτάσεως ορίζει ως τη μια και μόνη διαφορά, δηλαδή την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, αρκεί για μια βιώσιμη ειρήνη στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
(Η Μαριλένας Κοππά είναι Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)