Σχεδόν δυο χρόνια μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ο πόλεμος μαίνεται ακόμη. Η εαρινή αντεπίθεση των Ουκρανών το 2023 απέτυχε παταγωδώς ενώ την ίδια ώρα οι κυρώσεις δεν δείχνουν να έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Στο επίπεδο της οικονομίας, παρά τις αντίθετες προβλέψεις, η Ρωσία παρουσιάζει αξιοσημείωτη ανάπτυξη και το ΔΝΤ αναγκάστηκε να αναθεωρήσει τις προβλέψεις του από 1,1% σε 2,6%, μιάμιση μονάδα πάνω από αυτό που είχε προβλέψει τον προηγούμενο Οκτώβριο.
Η ανθεκτικότητα της ρωσικής οικονομίας είναι πραγματικά εντυπωσιακή κυρίως μετά από 12 πακέτα κυρώσεων που έχει επιβάλει η ΕΕ εναντίον της χώρας, με τελευταίο αυτό της 19ης Δεκεμβρίου 2023. Κατά βάση, αυτό που πέτυχε ο Πούτιν είναι να περιορίσει τις απώλειας από τις πωλήσεις ενέργειας προς την ΕΕ, στρεφόμενος κυρίως προς την Κίνα, αλλά και επενδύοντας στην αμυντική βιομηχανία. Η Ρωσία έχει μετατραπεί σε μια οικονομία πολέμου , όπου το 1/3 του προϋπολογισμού της χώρας κατευθύνεται στην πολεμική προσπάθεια, τρεις φορές πάνω από τα ποσά που διατίθεντο το 2021, δηλαδή ένα χρόνο πριν τον πόλεμο. Και αυτό δεν αφορά αποκλειστικά την βαριά αμυντική βιομηχανία αλλά και τα κάθε λογής επιδόματα προς τους στρατιώτες που μάχονται και τις οικογένειες τους. Για πόσο μπορεί να αντέξει αυτό το σχήμα, μένει να φανεί.
Το ζήτημα είναι ότι ο πόλεμος δεν δείχνει να μπορεί να κερδηθεί από καμιά από τις δυο πλευρές. Παρά την τιτάνια βοήθεια που έχει λάβει η Ουκρανία, φαίνεται αδύνατο να επιβληθεί στη Ρωσία. Από την άλλη, η Ρωσία αν και δεν προχωρά εδραιώνει τη θέση της και εξαντλεί τα Ουκρανικά αποθέματα την ώρα που η βοήθεια, τουλάχιστον από αμερικανικής πλευράς καθίσταται προβληματική για το μέλλον. Στο πλαίσιο αυτό η «στρατικοποίηση» της ΕΕ, η κατεύθυνση σημαντικών πόρων προς το Κίεβο αλλά και ο εναγκαλισμός με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ περισσότερο από ποτέ αλλάζουν τα δεδομένα.
Στα ανατολικά μας, η Μέση Ανατολή φλέγεται και η Ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση τείνει να μεταβληθεί σε μεγάλη περιφερειακή σύγκρουση εμπλέκοντας το Ιράκ, το Ιράν και ακόμη και το Πακιστάν, φέρνοντας αντιμέτωπες δυο πυρηνικές δυνάμεις στις δυο τελευταίες περιπτώσεις. Παρά την αμοιβαία αυτοσυγκράτηση, ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Το Ιραν δεν νιώθει ακόμη έτοιμο για μετωπική σύγκρουση με τη Δύση. Συνεχίζει λοιπόν την τακτική που έχει υιοθετήσει αρκετά χρόνια τώρα με επιθέσεις „δια αντιπροσωπων“ όπως είναι η περίπτωση των Χούθι. Όμως αυτό δεν το καθιστά λιγότερο επικίνδυνο. Στο πυρήνα της κρίσης στην περιοχή αυτή είναι βέβαια η σφαγή της 7ης Οκτωβρίου και η Ισραηλινή αντεπίθεση στη Γάζα που τείνει να εξελιχθεί στο μεγαλύτερο έγκλημα πολέμου μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
O Νετανιάχου, χωρίς να έχει τίποτα να προτείνει πέρα από την καταστροφή της Χαμάς, χωρίς όραμα ή στόχο για την επόμενη μέρα, αλλά και ως προς το ποιος θα αντικαταστήσει την οργάνωση αυτή στη διοίκηση της Γάζας, πορεύεται χωρίς πυξίδα. Έχτισε την πολιτική του καριέρα στην κατοχή παλαιστινιακών εδαφών, στην στήριξη των εποικισμών και στην ιδέα ότι μπορεί το Ισραήλ να ευημερεί χωρίς να υπάρχει ειρήνη. Συνεχίζει να επενδύει σε ένα σπιράλ βίας που, πέρα από την καταστροφή που σπείρει , απειλεί τελικά και την ίδια την ύπαρξη του Ισραήλ. Όμως, αν το Ισραήλ θέλει ασφάλεια και ειρήνη πρέπει να βρει ένα modus vivendi με τους Παλαιστίνιους, κάτι που η σημερινή Κυβέρνηση αρνείται καν να συζητήσει.
Σήμερα σχεδόν κανείς στο Ισραήλ δεν μπορεί να φανταστεί μια ειρηνική λύση στο παλαιστινιακό. Και αυτό είναι μια τραγωδία και για τα δύο μέρη.
Σε ότι μας αφορά, με τη Ρωσία οι δίαυλοι επικοινωνίας της Ελλάδας έχουν κοπεί, κάτι που ενδεχομένως να μην μπορούσε να αποφευχθεί, μια και οφείλαμε να πάρουμε ξεκάθαρη θέση για την εισβολή. Ερώτημα πάντως παραμένει η ορθότητα της αποστολής θανάσιμου υλικού και βαρέος οπλισμού στην Ουκρανία.
Όμως με το Παλαιστινιακό, πέρα από την ορθή και άμεση καταδίκη των φρικαλεοτήτων της 7ης Οκτωβρίου υπήρχε χώρος για διαμεσολάβηση. Οι επιλογές Μητσοτάκη, αντίθετα, κάνουν τη χώρα να χάνει έδαφος, να μετατρέπεται σε απλό δορυφόρο, σε παρακολούθημα της αμερικανικής πολιτικής χωρίς δυνατότητα πρωτοβουλιών, που θα της επέτρεπε μια μεγαλύτερη ελευθερία και σε άλλα ζητήματα. Η Ελλάδα θα μπορούσε να αναλάβει μαζί με άλλες ευρωπαϊκές χώρες πρωτοβουλίες για τη Μέση Ανατολή. Για χρόνια είμαστε προνομιακός συνομιλητής του αραβικού κόσμου, με κύρος και αξιοπιστία. Χωρίς να απεμπολήσουμε ποτέ τον δυτικό μας προσανατολισμό, μπορούσαμε να ελιχθούμε και να διευκολύνουμε κατά τη διάρκεια συγκρούσεων και εντάσεων. Σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη με την ολοκληρωτική ταύτιση με τις αμερικανικές επιλογές έχει χάσει αυτό το πλεονέκτημα.
Εν κατακλείδι: Οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι και η φωτιά του πολέμου είναι πολύ κοντά. Τίποτα δεν δείχνει να επιλύεται στο άμεσο μέλλον. Ζούμε σε μια ιδιαίτερη ιστορική συγκυρία που εγκυμονεί μεγάλες αλλαγές. Και πρέπει η χώρα να είναι έτοιμη και παρούσα με θετικό τρόπο.
(Η Μαριλένα Κοππά είναι Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο)