Το φθινόπωρο αυτό σφραγίζεται από την επανέναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου μετά από μια μακρά περίοδο απουσίας επαφών ή ακόμη και διαύλων επικοινωνίας ανάμεσα στις δυο πλευρές. Οι σεισμοί του Φεβρουαρίου συνέβαλαν στο να ξαναρχίσουν οι πρώτες επαφές και το καλοκαίρι πέρασε ειρηνικά χωρίς υπερπτήσεις ή απειλητικές κινήσεις από πλευράς της Τουρκίας.
Η έναρξη της διαδικασίας εξομάλυνσης που εγκαινιάστηκε με τον πιο επίσημο τρόπο με την συνάντηση των δυο ηγετών στην Νέα Υόρκη στις 20 Σεπτεμβρίου δεν δημιουργεί πάντως ιδιαίτερες ελπίδες για οριστική επίλυση των προβλημάτων με τη γείτονα. Ανεξάρτητα από τις διακηρύξεις, εκείνο που σίγουρα επιδιώκεται είναι να υπάρξει μια ύφεση και να απομακρυνθεί ο κίνδυνος σύγκρουσης. Για τα υπόλοιπα, οι προσδοκίες είναι μάλλον χαμηλές.
Τα χρονοδιαγράμματα που εξαρχής δημοσιοποίησε η ελληνική πλευρά είναι εξαιρετικά στενά: στις 20 Οκτωβρίου θα ξεκινήσει ο ‘πολιτικός διάλογος’ ανάμεσα στους δυο Υφυπουργούς Εξωτερικών που, όπως αναφέρεται θα εμπεριέχει τις διερευνητικές επαφές, ενώ υπάρχουν δυο άλλα σημαντικά στοιχεία της επαναπροσέγγισης: η «θετική ατζέντα», που θα περιλαμβάνει 25 θεματικές περιοχές (τουρισμός, ενέργεια, μεταφορές, πολιτική προστασία κ.α.) και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης στο στρατιωτικό επίπεδο.
Όπως όλα δείχνουν η βασική διαφορά που αφορά την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας δεν θα είναι αντικείμενο των συζητήσεων και είναι αμφίβολο αν η Χάγη είναι στην ατζέντα της Κυβέρνησης. Και ο λόγος είναι το θέμα της αιγιαλίτιδας ζώνης ή χωρικών υδάτων.
Τα χωρικά μας ύδατα, ζώνη απόλυτης κυριαρχίας μιας χώρας, είναι 6 ναυτικά μίλια αν και διατηρούμε το δικαίωμα επέκτασης τους ως τα 12 σύμφωνα με την Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982. Είναι όμως σαφές ότι η επέκταση στα 12 ναυτικά μίλια θα μετέτρεπε το Αιγαίο σε «ελληνική λίμνη». Εξίσου σαφές όμως είναι ότι σε πολλά σημεία ανοιχτής θάλασσας τα 6 ναυτικά μίλια θα μπορούσαν μερικώς να επεκταθούν . Για αυτό το λόγο η Κυβέρνηση Σημίτη- Παπανδρέου, στις αρχές της δεκαετίας 2000 προσπάθησε να συμφωνήσει με την Τουρκική πλευρά σε μια διαφοροποιημένη ανά περιοχή επέκταση των χωρικών υδάτων ώστε η επέκταση (αλλού 8, αλλού 10, αλλού 12 νμ) να γίνει σε ένα κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Αυτό το κομμάτι δεν υπάρχει στην σημερινή ατζέντα και σε κάθε περίπτωση θα ήταν αμφίβολο αν ο Ερντογάν θα δεχόταν τους χάρτες στους οποίους είχε συμφωνήσει στην αρχή της χιλιετίας.
Αν λοιπόν οδηγηθούμε στην Χάγη χωρίς προηγούμενη επέκταση, οι Δικαστές θα αρχίσουν να υπολογίζουν την υφαλοκρηπίδα /ΑΟΖ από εκεί που τελειώνουν τα χωρικά ύδατα, δηλαδή από τα 6 ναυτικά μίλια. Μια τέτοια διαδικασία θα οριστικοποιήσει τα εύρος των χωρικών υδάτων στα 6νμ κάτι που η κυβέρνηση είναι αμφίβολο αν πολιτικά το αντέχει, μια και δεν φαίνεται ρεαλιστικό να αποδέχεται αυτό ως τετελεσμένο η ακροδεξιά εθνικιστική πτέρυγα της ΝΔ.
Θα ήταν πράγματι αξιοπερίεργο ο πρωθυπουργός που δεν τολμά να φέρει στην Βουλή τα εφαρμοστικά πρωτόκολλα της Συμφωνίας των Πρεσπών να τολμήσει να κλείσει οριστικά το κεφάλαιο με την επέκταση των χωρικών υδάτων. Αφήνοντας το ανοιχτό, μιλώντας για εν δυνάμει δικαίωμα και τελικά μην κάνοντας τίποτα πετυχαίνει μέσα από την ασάφεια να κρατήσει το κόμμα του ενωμένο. Έτσι η δήλωση του ότι η Χάγη είναι μακριά και το ζήτημα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών είναι δύσκολο να επιλυθεί έρχεται απλά να επιβεβαιώσει αυτές τις δυσκολίες.
Δεδομένου ότι ούτε η Τουρκική πλευρά επιθυμεί τη Χάγη, φαίνεται ότι η αποκλιμάκωση και οικοδόμηση εμπιστοσύνης είναι οι βασικοί στόχοι, αλλά και η ανάπτυξη της θετικής ατζέντας. Τα ζητήματα που αποκαλούνται ‘χαμηλής πολιτικής’ είναι εκεί που θα υπάρξουν εξελίξεις. Ο Ερντογάν δεν δείχνει να περιμένει κάτι παραπάνω. Αλλά το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για την ελληνική πλευρά.
Τι έχει όμως να κερδίσει η Τουρκία;
Αρχικά, την εξομάλυνση των σχέσεων της με την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Με την Ένωση θα ανοίξει πάλι η συζήτηση για την αναθεωρημένη τελωνειακή ένωση που έχει παγώσει εδώ και καιρό. Με τις ΗΠΑ η βελτίωση των σχέσεων θα φέρει πιο κοντά τον στόχο των F16. H εξομάλυνση των σχέσεων με την Ελλάδα σε συνδυασμό με την απαγγελία κατηγοριών για διαφθορά εναντίον του Γερουσιαστή Μενέντεζ διευκολύνουν την Τουρκία στους στόχους της, αφαιρώντας ένα μεγάλο εμπόδιο εντός της Γερουσίας. Τα εξοπλιστικά είναι ένα πεδίο όπου η Τουρκία ελπίζει ότι θα έχει σημαντικό κέρδος από την εξομάλυνση των σχέσεων με την Ελλάδα. Εξάλλου, με το παράλληλο κλείσιμο όλων των ανοιχτών μετώπων της στην Ανατολική Μεσόγειο (όπως με την Αίγυπτο και το Ισραήλ) η Τουρκία επιχειρεί να οικοδομήσει την εικόνα αξιόπιστης δύναμης και πόλου σταθερότητας στην περιοχή.
Εκείνο πάντως που είναι ενδιαφέρον είναι η αποσύνδεση του Κυπριακού από το διάλογο για τα ελληνοτουρκικά. Την ώρα που η λύση των δυο κρατών προβάλλεται ως η μόνη ρεαλιστική από την Άγκυρα και ο Ερντογάν καλεί από το βήμα των Ηνωμένων Εθνών τα κράτη να προχωρήσουν σε αναγνώριση του ψευδοκράτους, η ελληνική πλευρά επιλέγει χαμηλούς τόνους και κλείνει το ζήτημα με μια δήλωση , μάλλον διεκπεραιωτική ότι η λύση των δυο κρατών είναι απαράδεκτη. Δεν δείχνει πάντως αυτό να την επηρεάζει στις επιτάχυνση του διαλόγου με την άλλη πλευρά.
Συμπέρασμα: καμιά από τις δυο μεριές δεν δείχνει να στοχεύει στα σοβαρά ζητήματα μεταξύ των χωρών ενώ η Χάγη, όπως όλα δείχνουν αυτή τη στιγμή τείνει να παραπεμφθεί στις καλένδες. Εκεί που θα υπάρξουν συμφωνίες σχετικά σύντομα είναι στα θέματα της «θετικής ατζέντας», με πρώτα το μεταναστευτικό και την πολιτική προστασία. Παρά τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού ότι στόχος είναι η επίλυση, όλες οι επιμέρους κινήσεις αλλά και το χρονοδιάγραμμα που έχει τεθεί συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι στόχος είναι η εξομάλυνση και η διαπραγμάτευση θα θεωρηθεί πετυχημένη αν εδραιωθεί η σταθερότητα και η συνεργασία με την Τουρκία στην ευρύτερη περιοχή. Είναι όμως αμφίβολο αν χωρίς οριστική επίλυση στο θέμα της οριοθέτησης μπορούμε να μιλάμε για μια βιώσιμη και μακροχρόνια ειρήνη στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο, κυρίως στην περίπτωση που αλλάξουν οι σχεδιασμοί του Προέδρου Ερντογάν, κάτι που κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει.
(Η Μαριλένα Κοππά είναι Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο)