Κατά την ελληνική προεδρία της ΕΕ το 2003, στις 21 Ιουνίου, με Κυβέρνηση Σημίτη και Υπουργό Εξωτερικών τον Γιώργο Παπανδρέου, έλαβε χώρα η Συνάντηση της Θεσσαλονίκης μεταξύ των αρχηγών κρατών των Δυτικών Βαλκάνιων, του Προέδρου της Επιτροπής, του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Αυτή η Σύνοδος Κορυφής κατέληξε στην «Ατζέντα της Θεσσαλονίκης» που αποτέλεσε ορόσημο στην προσέγγιση των Δυτικών Βαλκανίων με την ΕΕ, θέτοντας έναν οδικό χάρτη για την ένταξη της περιοχής στην ΕΕ.
Η δέσμευση της Ένωσης ότι το μέλλον των Δυτικών Βαλκανίων είναι στην ΕΕ πρόσφερε μια καθαρή προοπτική στις χώρες αυτές, ενισχύοντας παράλληλα τους δημοκρατικούς θεσμούς, το κράτος δικαίου και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενώ έδωσε μια νέα ώθηση στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των ηγεσιών τους.
Η Ελλάδα έδειξε ότι μπορεί να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να λειτουργεί ως γέφυρα της περιοχής με την Ευρώπη. Η Ατζέντα της Θεσσαλονίκης αποτελεί ακόμη σημείο αναφοράς για όλες τις βαλκανικές χώρες.
Παρά την εξαιρετική δυναμική που δημιούργησε η Ατζέντα αλλά και τις υποσχέσεις που δόθηκαν από την Ευρωπαϊκή πλευρά, ελάχιστα έγινα τα επόμενα χρόνια. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η μεταναστευτική κρίση και μετά η πανδημία έστρεψαν την προσοχή της ΕΕ μακριά από την περιοχή. Δυστυχώς, οι Ευρωπαίοι ηγέτες κινήθηκαν με άξονα το τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις και αυτό που έδειξαν ήταν ότι η υπόθεση των Δυτικών Βαλκανίων ελάχιστα απασχολούσε την κοινή γνώμη στην Ένωση.
Για κάποιο λόγο, και χωρίς να έχει τίποτα το καινούργιο να παρουσιάσει, ο Πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης αποφάσισε ότι έπρεπε να τιμήσει την επέτειο των 20 χρόνων από τη Θεσσαλονίκη, οργανώνοντας μέσα στον Αύγουστο τη ‘Διάσκεψη της Αθήνας’, κατά βάση ένα δείπνο των ηγετών της περιοχής στην Αθήνα με συμμετοχή των επικεφαλής της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η παρουσία Ουκρανίας και Μολδαβίας κρίθηκε επιβεβλημένη μια και οι δύο χώρες είναι πλέον υποψήφιες προς ένταξη, στην ίδια κατηγορία με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων (πλην Κοσόβου που είναι εν δυνάμει υποψήφια χώρα).
Όμως τα πράγματα δεν πήγαν καλά:
-Αρχικά η Αλβανία αρνήθηκε να παραστεί αντιδρώντας στην προσπάθεια να παρακαμφθεί ο Έντι Ράμα μέσω της πρόσκλησης στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το θέμα Μπελέρι παραμένει αγκάθι στις σχέσεις των δυο χωρών και είναι απορίας άξιον γιατί βιάστηκε η Κυβέρνηση να γίνει η συνάντηση Αυγουστιάτικα πριν βρεθεί μια λύση με τη γειτονική χώρα. Αποτέλεσμα, αντι να εμφανιστεί η Ελλάδα ως ο έντιμος μεσολαβητής, εμφανίστηκε για μια ακόμη φορά, μετά από αρκετά χρόνια, ως μέρος του προβλήματος.
- Ο Πρωθυπουργός δεν επεδίωξε διμερή συνάντηση με τον ηγέτη της Βόρειας Μακεδονίας επιδεικνύοντας για μια ακόμη φορά τη δυσκολία του να αποδεχθεί στην πράξη τη θετική δυναμική της Συμφωνίας των Πρεσπών, διατηρώντας τη στάση δυσαρέσκειας και κατά βάση απλής ανοχής απέναντι στη συμφωνία.
- Ο Πρόεδρος της Σερβίας, Α.Βούτσιτς, αρνήθηκε να συναντήσει τον Ζελένσκι, όπως ήθελαν οι της ΕΕ, κάτι που θα του δημιουργούσε πρόβλημα με τη Μόσχα επιλέγοντας την πολύ πιο απλή για αυτόν συνάντηση με τον ηγέτη του Κοσόβου Κούρτι που, λόγω της στάσης του, έχει αναχθεί αυτός στα μάτια της διεθνούς κοινότητας ως το εμπόδιο για την εξομάλυνση των σχέσεων Σερβίας- Κόσοβου.
Τελικά το μόνο συγκεκριμένο που βγήκε από την συνάντηση, πέρα από τις γενικόλογες υποσχέσεις ήταν η δέσμευση της Αθήνας για εκπαίδευση των Ουκρανών πιλότων στα F16, συνεχίζοντας την αμφίβολης αξίας για την Ελλάδα, διαρκώς μεγαλύτερη στρατιωτική υποστήριξη στην Ουκρανία, οξύνοντας έτσι όλο και παραπάνω τις σχέσεις με τη Μόσχα.
Τι έμεινε από τη συνάντηση; Ουσιαστικά τίποτα. Οι Ευρωπαίοι έκαναν ότι ενδιαφέρονται να ξαναποκτήσει δυναμική η διαδικασία διεύρυνσης, ο Πρωθυπουργός έβγαλε μια υποχρέωση, ως εάν να διεκπεραίωνε μια γραφειοκρατική διαδικασία.
Οι δε αναγκαίες πρωτοβουλίες της χώρας μας που θα την ξαναβάλουν ως σημαντικό παίκτη στον βαλκανικό χάρτη πηγαίνουν για μια ακόμη φορά στις καλένδες.
(Η Μαριλένα Κοππά είναι Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο)