Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους είχε αναμφίβολα δυο πρωταγωνιστές. Τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι που βασιζόμενος στις ενοχές της Δύσης προσπάθησε και πέτυχε να αποσπάσει την υπόσχεση για μελλοντική ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, όταν τελειώσει ο πόλεμος και, έως τότε, να πετύχει ευρείες εγγυήσεις ασφαλείας από σειρά χωρών. Δεύτερος πρωταγωνιστής ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που έκανε τη μεγάλη στροφή αίροντας το βέτο για την ένταξη της Σουηδίας στην Βορειοατλαντική Συμμαχία, παραπέμποντας όμως την απόφαση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης στον προσεχή Οκτώβριο. Ο Τούρκος Πρόεδρος υπονόησε ότι αυτό συνδέεται και με την επανέναρξη της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας. Αλλά καμιά ανταπόκριση δεν υπήρξε από πλευράς Βρυξελλών.
Για την Ελλάδα, όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στην συνάντηση του Πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη με τον Πρόεδρο της Τουρκίας μετά τις μεγάλες εκλογικές νίκες τους στις δυο χώρες.
Η συνάντηση ήταν η πρώτη μεταξύ των δυο ηγετών σε τόσο καλό κλίμα αλλά και με τόση διάθεση επανέναρξης του διαλόγου για την εξομάλυνση των σχέσεων. Οι τόνοι ήταν χαμηλοί και η προσδοκία επίλυσης των προβλημάτων μεταξύ των δυο χωρών μεγάλη.
Φαντάζει βέβαια παράδοξο πως ο αρχηγός του κυβερνώντος κόμματος ο οποίος πλειοδότησε σε υψηλούς τόνους και αδιαλλαξία κατά την προεκλογική περίοδο, αποκαλώντας τους πολιτικούς του αντιπάλους «εθνική εξαίρεση», έκανε μια στροφή 180 μοιρών, μιλώντας ακόμη και για «αναγκαίες υποχωρήσεις».
Το βασικό πάντως είναι ότι επανεκκινεί ο διάλογος, οδηγούμαστε σε Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και σε προσπάθεια να βρεθεί ένας κοινός τόπος ώστε να λυθεί η διαφορά για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Αλλά θα ήταν σημαντικό να γνωρίζαμε αν υπάρχει κάποιο χρονοδιάγραμμα, πλαίσιο ή στάδια στο διάλογο που ανακοινώθηκε.
Το καλό κλίμα και το τέλος της έντασης είναι σημαντικά αλλά δεν αρκούν. Πολλά μένουν να απαντηθούν κατά τους επόμενους μήνες.
Είναι σαφές ότι η Τουρκία δεν είναι διατεθειμένη να εγκαταλείψει την επονομαζόμενη «αυτόνομη εξωτερική πολιτική» που έχει ακολουθήσει τα τελευταία χρόνια. Όπως είναι επίσης σαφές ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία μεγάλωσε την γεωστρατηγική σημασία της κάνοντας την έναν κεντρικό παίκτη στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και γέφυρα με την Ρωσία. Ο κεντρικός της ρόλος στην πρόσφατη συμφωνία για τα Ουκρανικά σιτηρά το αποδεικνύει. Αυτή η Τουρκία, η οποία όμως δοκιμάζεται οικονομικά και κοινωνικά, έχει ανάγκη από χρήματα αλλά και από ένα νέο αφήγημα.
Ο πρόεδρος Ερντογάν έβαλε πάλι στο τραπέζι την ενταξιακή πορεία της χώρας του. Όμως, στην ουσία, εκείνο που θεωρείται ρεαλιστικό είναι η ενισχυμένη τελωνειακή ένωση που συζητείται καιρό αλλά και η απελευθέρωση των θεωρήσεων που θα επιτρέψει σε Τούρκους πολίτες να ταξιδεύουν χωρίς βίζα στην ΕΕ. Σε όλα αυτά βαριά είναι η σκιά του κεντρικού ρόλου της Τουρκίας στην διαχείριση του Μεταναστευτικού.
Μια βάση συζήτησης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα μπορούσε να είναι και το μεταναστευτικό. Πέρα από την αναγκαία συμφωνία ΕΕ- Τουρκίας, υπάρχει και πεδίο δόξης λαμπρό για την ελληνοτουρκική συνεννόηση στον τομέα αυτό που μπορεί να φέρει σημαντικά αποτελέσματα και να διευκολύνει ακόμη περισσότερο την οικοδόμηση της αναγκαίας εμπιστοσύνης.
Πώς αποτιμάται λοιπόν η επανεκκίνηση του ελληνοτουρκικού διαλόγου; Σίγουρα θετικά για να μην ξαναζήσουμε την ακραία ένταση του καλοκαιριού 2021. Αρκεί να έχει σαφές περιεχόμενο, κατεύθυνση και συγκεκριμένα «παραδοτέα» που να προωθούν την ειρήνη και τη συνεργασία στην περιοχή. Χωρίς νικητές και ηττημένους.
Αναπόδραστα θα οδηγήσει δε σε επανεκκίνηση και της διαδικασίας εξεύρεσης λύσης για το Κυπριακό.
Είναι δεδομένο το κλίμα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού για την ανάγκη επίλυσης των ελληνοτουρκικών αλλά και του Κυπριακού. Το προηγούμενο της συμφωνίας Ισραήλ και Λιβάνου έχει καλλιεργήσει πολλές ελπίδες για μείωση της έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο. Και αυτό καθίσταται ιδιαίτερα επιτακτικό λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία. Αλλά η επιθυμία των συμμάχων δεν αρκεί. Ο Ερντογάν είναι ένας απρόβλεπτος συνομιλητής και η διαπραγμάτευση απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Είμαστε ακόμη στην αρχή. Ο δρόμος προβλέπεται μακρύς.
(Η Μαριλένα Κοππά είναι Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο)