Στις 8 Μαΐου λαμβάνουν χώρα οι κρίσιμες κοινοβουλευτικές εκλογές στη Βόρεια Μακεδονία αλλά και ο δεύτερος γύρος στις Προεδρικές εκλογές. Όλα δείχνουν ότι το VMRO θα είναι νικητής. Ο ηγέτης της Σοσιαλδημοκρατικής ¨Ένωσης Ντίμιταρ Κοβατσέβσκι υποχωρεί μπροστά στην άνοδο του ηγέτη του VMRO-DPMNE Χρίστιαν Μιτσκόφσκι, ενώ ο νυν Πρόεδρος, προερχόμενος από την Σοσιαλδημοκρατική Ένωση θα αντιμετωπίσει την υποψήφια του VMRO Γκορντάνα Σιλιάνοβσκα η οποία, στον πρώτο γύρο των εκλογών στις 24 Απριλίου έλαβε 40,08% έναντι 19,93 % του απερχόμενου προέδρου.
Το VMRO δεν έκανε κάποια εντυπωσιακή αντιπολίτευση: στηρίχτηκε στην απογοήτευση των πολιτών τόσο στο εξωτερικό επίπεδο όσο και στο εσωτερικό. Κατηγόρησε την Σοσιαλδημοκρατική Κυβέρνηση ότι οι υποχωρήσεις προς την Ελλάδα δεν απέδωσαν: αντίθετα, πέντε σχεδόν χρόνια μετά τη συμφωνία, η χώρα παραμένει στον προθάλαμο της ΕΕ- λόγω του βουλγαρικού βέτο- ενώ οι μεγάλες ελληνικές επενδύσεις που ανέμεναν δεν έχουν έρθει. Ο αρχηγός του αποκαλεί δε τη χώρα αποκλειστικά «Μακεδονία», δηλώνοντας ότι για αυτόν αυτό είναι το πραγματικό όνομα της χώρας του.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το VMRΟ δεν θα τολμήσει να αμφισβητήσει τη Συμφωνία των Πρεσπών λόγω των ήδη υφιστάμενων διεθνών πιέσεων, σε μια εύθραυστη στιγμή για την Ευρώπη και για την περιοχή. Εξάλλου η Συμφωνία ήταν απαρέγκλιτος όρος για την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ. Όμως, σταθερά την υπονομεύει στα ζητήματα της χρήσης του νέου ονόματος αλλά και των εθνικών αφηγήσεων. Και αυτό με την προοπτική της ανόδου του στην εξουσία, όπως όλες οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν, είναι σίγουρο ότι θα κλιμακωθεί.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, που απειλεί με νέες εντάσεις τη Βαλκανική, οι ευθύνες της Ελλάδας και συγκεκριμένα της Κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι βαρύτατες. Η ελληνική κυβέρνηση, παρότι αναγνωρίζει και ισχυρίζεται ότι εφαρμόζει τη συμφωνία, δείχνει με κάθε ευκαιρία να διαφωνεί με αυτήν, ενώ βουλευτές της κυβερνώσας παράταξης τονίζουν σε όλους τους τόνους πόσο ‘βλαβερή’ είναι για την χώρα, αν και πέραν της αναμάσησης των γνωστών εθνικιστικών επιχειρημάτων, τίποτα νέο δεν έχουν να επικαλεστούν.
‘Όμως ο κίνδυνος για τη Συμφωνία των Πρεσπών είναι υπαρκτός και είναι μεγάλος. Είναι σαφές εξάλλου ότι οι διεθνείς συμφωνίες δεν ολοκληρώνονται με την υπογραφή τους: δοκιμάζονται στην πράξη και πετυχαίνουν μόνο εάν τα μέρη «πάρουν την ιδιοκτησία» των συμφωνηθέντων. Αλλιώς, ο αναθεωρητισμός ελλοχεύει σε κάθε γωνία. Έτσι για τις Πρέσπες έχει σημασία όχι μόνο ότι υπάρχει η συμφωνία αλλά και ο τρόπος που αυτή έχει υλοποιηθεί η ως τώρα .
Δυστυχώς ο απολογισμός των πέντε σχεδόν χρόνων από την υπογραφή είναι απογοητευτικός. Η Ελληνική Κυβέρνηση λαμβάνει συγχαρητήρια στα διεθνή fora, αλλά μέσα στην Ελλάδα κάνει ως η Συμφωνία να μην υπάρχει. Κατά δε την προηγούμενη θητεία της απέφυγε να φέρει στην Βουλή προς επικύρωση τα τρία εφαρμοστικά πρωτόκολλα της συμφωνίας, φοβούμενη τη εθνικιστική πτέρυγα της που έκανε «καριέρα» με το Μακεδονικό. Και αυτό δεν προβλέπεται να αλλάξει.
Πέρα όμως από αυτά, και άλλα εργαλεία, σημαντικά, δεν ενεργοποιήθηκαν. Εργαλεία που θα ενίσχυαν τους δεσμούς και την εταιρική σχέση μεταξύ των δυο μερών δεν έχουν τεθεί σε χρήση, όπως η Διακυβερνητική Επιτροπή Παρακολούθησης της Συμφωνίας που θα έλεγχε την εφαρμογή της. Αλλά ούτε και οι δυο Επιτροπές, για τα σχολικά βιβλία και για τα σήματα και το όνομα καταγωγής λειτούργησαν ουσιαστικά ή παρήγαγαν έργο. Το πως (δεν) έχουν λειτουργήσει, αποκαλύπτει την πραγματική διάθεση της Κυβέρνησης να μην προχωρήσουν.
Ο μόνος τομέας συνεργασίας που έχει να επιδείξει κάτι θετικό, ήταν αυτός που έχει εξωτερικές και διεθνείς διαστάσεις, δηλαδή ο τομέας της ενέργειας. Αλλά προφανώς δεν αρκεί.
Κυρίως ως Ελλάδα δεν κάναμε αρκετά ώστε να οικοδομήσουμε ένα κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ των δυο χωρών, να αναλάβουμε να βοηθήσουμε την προενταξιακή πορεία της ή να μεσολαβήσουμε για την άρση του Βουλγαρικού βέτο που θα της άνοιγε το δρόμο προς την ένταξη.
Ως αποτέλεσμα της πλημμελούς εφαρμογής της Συμφωνίας και των περιορισμένων αποτελεσμάτων της, υπάρχει μεγάλη απογοήτευση στην γειτονική χώρα, στη λογική ότι οι υποχωρήσεις και οι συνεργατικές λύσεις δεν αποδίδουν.
Ενώ κατά το πρώτο διάστημα δόθηκε μεγάλο βάρος στην θετική ατζέντα και υπογράφηκαν σε δυο τρεις μήνες σειρά συμφωνιών, γρήγορα όλα πάγωσαν. Η εμπιστοσύνη που έπρεπε να οικοδομηθεί τα χρόνια αυτά δεν οικοδομήθηκε, κάτι που θα αποτελούσε βάση για περαιτέρω εμβάθυνση της συνεργασίας αλλά και της σταθερότητας στην ευρύτερη βαλκανική σε μια κρίσιμη εποχή.
Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι: οι συμφωνίες μπορούν να καταρρεύσουν. Ακόμη και αν δεν καταγγελθούν επίσημα. Και αν αυτό συμβεί με τη Συμφωνία των Πρεσπών, το αποτέλεσμα θα είναι δραματικό για τη Βόρεια Μακεδονία, για την Ελλάδα και για την ευρύτερη περιοχή. Ο καθένας πλέον οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες του.
(Η Μαριλένα Κοππά είναι Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την "Εφημερίδα των Συντακτών")