Πριν βιαστείτε να απαντήσετε καταφατικά, διαβάστε δύο σηµαντικές ειδήσεις που (όπως συχνά συµβαίνει µε τις σηµαντικές ειδήσεις...) πέρασαν στα ψιλά την περασµένη εβδοµάδα.
Η µία είναι µια καλή είδηση: Οι χώρες της Ε.E. µείωσαν 8% τις εκποµπές διοξειδίου του άνθρακα από την καύση ορυκτών καυσίµων το 2023 και τις περιόρισαν στα χαµηλότερα επίπεδα εδώ και 60 χρόνια.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση, παρότι πρωτοπορεί και κάνει τις πιο σκληρές προσπάθειες για την αντιµετώπιση της κλιµατικής κρίσης, δεν παύει να πληρώνει πολύ βαριές συνέπειες, γιατί αυτή, µαζί και όλη η Μεσόγειος, βρίσκεται στο επίκεντρο. Για να αντιµετωπιστεί η κλιµατική κρίση δεν αρκεί να µειωθούν µόνον οι ρύποι που εκπέµπει η Ευρώπη, προϋπόθεση είναι να µειωθούν οι ρύποι που εκπέµπονται από όλες τις χώρες του κόσµου. Αλλά η Κοµισιόν όσο επιθετική είναι στους δικούς της τόσο ανεκτική είναι προς τους άλλους. Ενώ επιβάλλει –ορθώς– αυστηρές πολιτικές περιορισµού του ανθρακικού αποτυπώµατος στις δικές της βιοµηχανίες, επιβαρύνοντας το κόστος παραγωγής και µειώνοντας την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων, µένει αδρανής στον αθέµιτο ανταγωνισµό από τις βιοµηχανίες τρίτων χωρών που παράγουν φθηνά επειδή (εκτός των άλλων...) αφήνονται ελεύθερες να ρυπαίνουν την ατµόσφαιρα. Θα µπορούσε, αν µη τι άλλο, να επιβαρύνει µε δασµούς τις εισαγωγές τέτοιων προϊόντων. ∆εν το κάνει.
Η δεύτερη είδηση βγήκε από µια –σπάνια– συνέντευξη του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Στρογγυλής Τράπεζας, στην οποία µετέχουν πρόεδροι και διευθύνοντες σύµβουλοι των 60 µεγαλύτερων βιοµηχανιών της Ευρώπης. Το θέµα, στους Financial Times, ήταν οι χρηµατοδοτήσεις από το ευρωπαϊκό Ταµείο Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας. Σύµφωνα, λοιπόν, µε τον Ζαν Φρανσουά βαν Μπόξµεερ, πρόεδρο της Στρογγυλής Τράπεζας και της Vodafone, η απορρόφηση των κεφαλαίων δεν πρόκειται να γίνει στις καθορισµένες προθεσµίες, γιατί η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία στέκεται ανυπέρβλητο εµπόδιο.
Από µια άποψη, οι καθυστερήσεις σχεδόν όλων των Ευρωπαίων µας συµφέρουν: Μόνο αν δεν προλάβουν ούτε τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη και αποφασιστεί να χαλαρώσουν τα χρονοδιαγράµµατα, µόνο τότε θα έχουµε κι εµείς κάποιες πιθανότητες να απορροφήσουµε τα κεφάλαια που µας έχουν κατανεµηθεί (32 δισ. ευρώ). ∆ιαφορετικά θα υποχρεωθούµε να τα επιστρέψουµε, γιατί δεν πρόκειται να πιάσουµε τις προθεσµίες.
Το µεγάλο θέµα, ωστόσο, το οποίο ξεχωρίζουµε, είναι η εικόνα της Ευρώπης και η µεταχείριση της ευρωπαϊκής βιοµηχανίας από τις ευρωπαϊκές αρχές. Την ώρα που «τρέχουν» τα αντίστοιχα προγράµµατα του προέδρου Μπάιντεν και µε άφθονη και ταχύτατη χρηµατοδότηση αναζωογονούν τη βιοµηχανική βάση της αµερικανικής οικονοµίας, προσελκύοντας σχεδόν όλες τις µεγάλες και σύγχρονες επενδύσεις και των ευρωπαϊκών κολοσσών, κι όταν µια τιτάνια αντίστοιχη προσπάθεια εξελίσσεται στην Κίνα, η Ευρώπη µηρυκάζει. Ενώ κινδυνεύει να πάθει ανήκεστο βλάβη. Γιατί αν κατερειπωθεί η βιοµηχανική βάση της ευρωπαϊκής οικονοµίας, η ζηµιά της Ευρώπης δεν θα είναι συγκυριακή, ούτε αναστρέψιµη µέσα στις επόµενες 10ετίες. Ούτε, βεβαίως, µόνο οικονοµική.
∆ικαιολογηµένα, λοιπόν, αναρωτιέται κανείς: Θέλουµε βιοµηχανία στην Ευρώπη;
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την "Καθημερινή" της Κυριακής)