Πόσο ισχυρή είναι στα αλήθεια η ελληνική οικονομία; Όσα κι αν λέγονται, υπάρχει στο τέλος ένα ασφαλές κριτήριο για να εκτιμηθεί η κατάστασή της. Είναι τόσο ισχυρή, όσο δείχνει η αγορά εργασίας, οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται και οι μισθοί που προσφέρονται. Αναφορικά με το πρώτο, έχουμε τη δεύτερη υψηλότερη ανεργία μεταξύ των 27 της ΕΕ. Όσον αφορά το δεύτερο, είναι καταλυτικά τα στοιχεία που δημοσιοποίησε την περασμένη Τρίτη η ΕΡΓΑΝΗ: Περίπου το ένα τρίτο των μισθωτών αμείβονται μόνο με 800 ή και λιγότερα ευρώ/μήνα –κι αυτά μικτά, όχι στο χέρι. Το 53% έχουν μικτό μισθό 1.000 ευρώ ή λιγότερα. Και μόλις 10% εξ αυτών έχουν μικτό μισθό μεγαλύτερο από 2.000 ευρώ. Τί σημαίνει αυτό;
Σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία παράγει μαζικά νεόπτωχους. Ανθρώπους που δεν είναι φτωχοί επειδή είναι άνεργοι αλλά επειδή εργάζονται σε κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας –αυτές κυριαρχούν και διευρυμένα αναπαράγονται. Ανάμεσά τους, νέες και νέοι της μακράν καλύτερα μορφωμένης γενιάς που είχε ποτέ η πατρίδα μας. Δεκάδες χιλιάδες καταρτισμένοι άνθρωποι 30-40 ετών, με προσόντα, καλές σπουδές, μεταπτυχιακά, διδακτορικά, εργάζονται με μισθούς πείνας στον ιδιωτικό τομέα, σε πανεπιστήμια και νοσοκομεία. Ταυτόχρονα -η άλλη πλευρά του νομίσματος- δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας στις κατασκευές, στον τουρισμό, την αγροτική οικονομία ή/και σύγχρονες υπηρεσίες μένουν κενές και προσβλέπουν σε μετανάστες.
Συμφωνώ με όσους υποστηρίζουν ότι οι 500.000 νέοι του brain drain είναι λίγοι. Αν οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης λειτουργούσαν ανεμπόδιστα από γεωγραφικούς και κοινωνικούς περιορισμούς, θα είχαν φύγει πολύ περισσότεροι –και είναι βέβαιο ότι θα φύγουν πιο πολλοί. Γιατί καθ΄ ημάς, το οικονομικό μοντέλο που υποστηρίζεται από ισχυρές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις και μακροημερεύει σήμερα ακόμη, είναι το μοντέλο της φτηνής μισθωτής εργασίας: Με χαμηλό μισθό και χαμηλού κόστους κοινωνικές υπηρεσίες, η μισθωτή εργασία τείνει να τιμολογείται αισθητά κάτω από το κόστος αναπαραγωγής της. Αυτό δεν αντέχεται –ιδιαίτερα όταν παράλληλα κυκλοφορεί πολύ χρήμα και αναιδής πολυτελής κατανάλωση.
Χάρη στην υποτίμηση της εργασίας, μόνο, βελτιώθηκε η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας στα χρόνια της μεγάλης κρίσης –αυτή σήκωσε τα μεγάλα βάρη. Και σε αυτήν πατούν σήμερα πολλά εξ όσων φαντάζουν μεγάλα επιτεύγματα: Οι μόνες κατηγορίες εξαγωγών με αξιόλογη αύξηση είναι ουσιαστικά αυτές των κλάδων έντασης εργασίας (αγροτικά προϊόντα και τουριστικές υπηρεσίες) επειδή, βασικά, φτηναίνει η εργασία. Κι οι ξένες επενδύσεις για τις οποίες τόσα διθυραμβικά λέγονται, πέρα από το συντριπτικά μεγάλο μέρος τους που κερδοσκοπεί στο real estate και στις αγορές κόκκινων δανείων, έρχονται για να εκμεταλλευτούν το καθ’ ημάς φτηνό εργατικό δυναμικό –όπως τα data centers, που τα υποδεχόμαστε μετά βαΐων ενώ τα διώχνουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Το καινούργιο στοιχείο τα τελευταία χρόνια, είναι ότι εξελίσσεται μια πολύ μεγάλη αναδιανομή πλούτου και ισχύος.
Σε πρωτογενές επίπεδο, η φτηνή εργασία γίνεται φτηνότερη εξαιτίας της εκρηκτικής ανόδου των τιμών σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης –που ακριβαίνουν ταχύτερα απ’ ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η αγοραστική αξία των μισθών διαβρώνεται ταχύτατα, καθώς δεν υπάρχει ισχυρή πολιτική ούτε αξιόλογη συνδικαλιστική δύναμη να στηρίξει τη μισθωτή εργασία. Έτσι, αυτή είναι ανήμπορη να διεκδικήσει ένα μέρος από τα κέρδη, τα οποία, φανερά και αδήλωτα, αυξάνονται με εντυπωσιακούς ρυθμούς: Σημειώστε ότι οι μισθοί ήταν μόλις το 27% του ΑΕΠ το 2022 (το δεύτερο μικρότερο ποσοστό στους 27 της ΕΕ) ενώ τα εισοδήματα από κέρδη ήταν το 52,2% του ΑΕΠ (το τρίτο υψηλότερο ποσοστό στους 27 της ΕΕ και το δεύτερο μεγαλύτερο στους 20 της Ευρωζώνης).
Το πιο εντυπωσιακό όλων είναι ότι αυτή η αναδιανομή πλούτου γίνεται σχεδόν χωρίς αντιστάσεις.
Ίσως γιατί, παράλληλα με τη ισχνή πολιτική και συνδικαλιστική δύναμη της εργασίας, σε δεύτερο επίπεδο, το άφθονο χρήμα από τα κέρδη, από τον πρόσθετο κρατικό δανεισμό (που αυξάνεται σε απόλυτο μέγεθος), από τα πληθωριστικά φορολογικά έσοδα (αυτά, δηλαδή, που κατά μεγάλο μέρος πληρώνουν οι μισθωτοί…) και από την εσπευσμένη ρευστοποίηση (χωρίς κοινωνικά και αναπτυξιακά κριτήρια) των πόρων ειδικά του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας, κάνει τα δικά του μαγικά: Αφενός βοηθά να φιλοτεχνείται η εικόνα της ανάπτυξης, αφετέρου, ένα μικρό μέρος του, εκ του περισσεύματος, λειαίνει τις γωνίες της πρωτογενούς αναδιανομής σε βάρος της μισθωτής εργασίας, με κοινωνικά επιδόματα.
Αυτά, βέβαια, συνήθως δεν έχουν καλό τέλος. Αλλ’ αυτό, ίσως δεν είναι της ώρας για να μας απασχολεί σοβαρά…
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την "Καθημερινή" της Κυριακής)