Λοιπόν, πώς πάµε; Η οικονοµία µεγεθύνεται, αν όχι µε υψηλούς, πάντως µε υψηλότερους από τον µέσο όρο της Ευρωζώνης ρυθµούς, το δηµόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ µειώνεται, οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσµατα επιτυγχάνονται όχι δύσκολα, το άπλετο χρήµα που κυκλοφορεί στα ανώτερα κλιµάκια παράγει και διαχέει αισθήµατα ευφορίας και µαζί κάποιες επενδύσεις, έστω λιγότερες από τις απαιτούµενες, η ανεργία αργά αλλά σταθερά µειώνεται. Επειτα από τόσα που έχει περάσει ο τόπος, οι προβλέψεις ότι µπροστά µας έχουµε δύο - τρία χρόνια που αν δεν συµβεί κάποιο άλλο κακό στον κόσµο η οικονοµία µετά θα βαδίζει σταθερά και θα βγαίνουν λεφτά, δεν είναι παράξενο να ηχούν ως µουσική στα αυτιά. Αυτό που εξηγείται, αλλά ίσως δεν δικαιολογείται είναι η αµεριµνησία. Το ΑΕΠ παραµένει µικρότερο από εκείνο πριν από 15 χρόνια. Το δηµόσιο χρέος, τόσο απόλυτα όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι πολλαπλάσιο από εκείνο πριν από 15 χρόνια – όταν συναντηθήκαµε µε την κρίση. ∆ίπλα του διογκώνεται άλλο ένα χρέος, το ιδιωτικό-µαµούθ σε σχέση µε παλαιότερα. Το έλλειµµα του ισοζυγίου πληρωµών παραµένει πάνω από το σηµείο συναγερµού της Κοµισιόν. Οι ιδιωτικές επενδύσεις παραµένουν κολληµένες εννέα ποσοστιαίες µονάδες του ΑΕΠ κάτω από τον µέσο ευρωπαϊκό όρο – παρά τα κέρδη που είναι υψηλότερα από την άλλη Ευρώπη, παρά τη φθηνή µισθωτή εργασία που στα καθ’ ηµάς είναι πολύ φθηνότερη. Πληθωρισµός, πληθωριστικά φορολογικά έσοδα και µια πρωτόγνωρη αναδιανοµή εις βάρος της εργασίας είναι στη βάση του σύγχρονου «οικονοµικού θαύµατος».
Στην ελληνική οικονοµία συµβαίνει κάτι ανάλογο µε το κλίµα: η πρωτοφανής χειµωνιάτικη καλοκαιρία είναι µια (ευχάριστη) πλευρά ενός µεγάλου κακού – της κλιµατικής κρίσης.
Στην οικονοµία η καλοκαιρία οφείλεται στην αφθονία κεφαλαίων από Ευρώπη, κέρδη, κρατικά λεφτά από πληθωριστικά έσοδα, είναι η εύθυµη όψη µιας οικονοµίας που κατά τα λοιπά δεν είναι παρά το σύνολο οξύτατων διαρθρωτικών προβληµάτων. Ολοι γνωρίζουν ότι αν ενσκήψει ύφεση στην Ευρώπη, η καθ΄ ηµάς οικονοµική κατάσταση θα γυρίσει τούµπα – εύκολα, µε το πρώτο φύσηµα. Ως εκ τούτου, υπεύθυνη πολιτική θα ήταν να αξιοποιήσεις τη νηνεµία και τα ευρωπαϊκά κεφάλαια για να διαχειριστείς τα διαρθρωτικά προβλήµατα και να ενισχύσεις την ανθεκτικότητα της οικονοµίας, µε πολιτικές που θα προωθούν και θα διεκδικούν ευρύτερες συναινέσεις. Κεντρικό µέληµα της κυβέρνησης είναι να διατηρήσει την πολιτική κυριαρχία της µε «έξυπνη» διαχείριση της δηµόσιας εικόνας της και βάζοντας τρικλοποδιές στην αντιπολίτευση (κάτι που δεν είναι, δα, και δύσκολο...), χωρίς να υποχρεωθεί να λογοδοτεί για τον τρόπο διαχείρισης των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Κι αν κεντρική επιδίωξη είναι το ποσοστό της Ν.∆. στις ευρωεκλογές να αρχίζει µε 3 (διαφορετικά θα ξεσπάσει µεγάλη γκρίνια...), τα δύο κόµµατα της αντιπολίτευσης διαγκωνίζονται στα µετόπισθεν για ένα στοίχηµα που ανέµελα έθεσαν σε προηγούµενη φάση, όταν πίστευαν, και τα δύο, ότι το έχουν από χέρι κερδισµένο: τη δεύτερη θέση στις ευρωεκλογές. Οποιο δεν την κερδίσει, έχει ραντεβού µε την εσωκοµµατική κρίση – ίσως, δε, θα έχουν και τα δύο, αν τα ποσοστά τους είναι χαµηλά. Συνελόντι ειπείν, η Ελλάδα καίει χρόνο – που δεν της περισσεύει. Κάπως έτσι πάµε.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την "Καθημερινή" της Κυριακής)