Κάνει απέλπιδες κινήσεις εντυπωσιασμού είτε μοιράζοντας κάποια πρόσκαιρα ψευτοεπιδόματα, είτε επιβάλλοντας πρόστιμα σε επιχειρήσεις που κανείς δεν γνωρίζει αν τελικά εισπράττονται, είτε ζητώντας βοήθεια από την ΕΕ.
Πέραν του γεγονότος ότι μέχρι στιγμής αυτές της οι πρακτικές δεν έχουν επιφέρει κανένα αποτέλεσμα, καθώς οι αγορές είναι έτσι δομημένες ώστε να δρουν επί της ουσίας ανεξέλεγκτα και με γνώμονα τα υπερκέρδη, η κυβέρνηση αρνείται να κάνει το αυτονόητο.
Να δώσει πρώτη το «καλό παράδειγμα» και να προχωρήσει στην πάταξη της κρατικής ακρίβειας που διογκώνει τις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών, μειώνοντας ή καταργώντας ανάλογα με τις περιπτώσεις τους φόρους και τα χαράτσια που επιβάλλει με στόχο να γεμίσει τα κρατικά ταμεία.
Ένα τέτοιο «χαράτσι» για παράδειγμα που θα έπρεπε εδώ και δεκαετίες να είχε καταργηθεί είναι η περιβόητη εισφορά του νόμου 128/75 που επιβάλλεται σε όλα τα δάνεια που λαμβάνουν οι πολίτες από τις τράπεζες και τελικά τους επιβαρύνει σημαντικά αυξάνοντας κατά πολύ τις δόσεις των δανείων που καλούνται να καταβάλουν στις τράπεζες.
Και να γίνει ξεκάθαρο, πως αυτό το χαράτσι δεν είναι των τραπεζών, είναι του κράτους και κρατάει πάνω από πενήντα χρόνια. Μάλιστα σύμφωνα με τους υπολογισμούς των αναλυτών στην πραγματικότητα αυτό το χαράτσι του 0,6% που μπαίνει «καπέλο» πάνω στα ούτως ή άλλως υψηλά επιτόκια χορηγήσεων των τραπεζών τελικά επιβαρύνει το κόστος χρήματος για τους δανειολήπτες, από 10% έως και 40%, επιφέροντας έσοδα εκατοντάδων εκατομμυρίων στα κρατικά ταμεία!
Για την ιστορία, η εισφορά αυτή επιβλήθηκε σε ορισμένα δάνεια επί χούντας το 1971 με το σκεπτικό ότι με το ποσό που θα συγκεντρωνόταν θα επιδοτούνταν οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις. Το 1975 η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον νόμο 128/75 γενίκευσε το χαράτσι αυτό για όλα ανεξαιρέτως τα δάνεια.
Το 1991, όταν και απαγορεύτηκε από τις κοινοτικές ντιρεκτίβες κάθε μορφή κρατικής επιδότησης, η εισφορά αυτή δεν είχε λόγο ύπαρξης αφού πλέον δεν θα μπορούσαν να πριμοδοτηθούν οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις. Αλλά η εισφορά παρέμεινε και δεν καταργήθηκε και έγινε ένα ακόμη κρατικό χαράτσι που απομειώνει τα εισοδήματα πολιτών και επιχειρήσεων που λαμβάνουν δάνεια.
Ούτε και η κυβέρνηση Μητσοτάκη το κατήργησε τα πέντε τελευταία χρόνια που βρίσκεται στην εξουσία, παρά τις σχετικές εισηγήσεις των τραπεζών, που όταν «πιέζονται» για τις πρακτικές τους το «χρησιμοποιούν» ως άλλοθι για να μειώσουν τις δικές τους ευθύνες για τα απαράδεκτα υψηλά επιτόκια χορηγήσεων.
Όπως άλλωστε, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν προχώρησε στην μείωση του ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στην ακρίβεια στα τρόφιμα, ενώ δεν μείωσε ούτε τον υπέρογκο Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στα καύσιμα ακόμη και όταν οι τιμές είχαν εκτοξευθεί και επηρέαζαν όχι μόνο τους καταναλωτές αλλά και τις ίδιες τις επιχειρήσεις.
Αντί να επιρρίπτει τις ευθύνες αόριστα σε εχθρούς από το εξωτερικό μιλώντας για εισαγόμενη ακρίβεια, η κυβέρνηση ας πράξει το αυτονόητο. Ας ξεκινήσει την προσπάθεια προστασίας των λαϊκών εισοδημάτων καταργώντας τα κρατικά χαράτσια.