Το 28,31% που έλαβε η Νέα Δημοκρατία αντιστοιχεί σε 1.125.602 ψήφους, όταν πριν από λιγότερο από ένα χρόνο τον Ιούνιο του 2023 στις εθνικές εκλογές το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη είχε λάβει 2.115.311 ψήφους.
Κατά συνέπεια ο Μητσοτάκης κατάφερε να μειώσει την εκλογική δύναμη του κόμματος του κατά σχεδόν 1.000.000 ψηφοφόρους.
Αλλά ακόμη και αν η σύγκριση γίνει και με το αποτέλεσμα των προηγούμενων ευρωεκλογών του 2019 τότε η ΝΔ είχε λάβει 1.873.137 ψήφους, οπότε έχασε 750.000 ψηφοφόρους.
Και βέβαια ο αρνητικός τίτλος της μεγαλύτερης ήττας της ΝΔ που συνέβη την Κυριακή 9/6 στις ευρωεκλογές, πιστοποιείται και από το γεγονός ότι ακόμη και στην συντριβή της ΝΔ τον Μάιο του 2012 όταν επί Αντώνη Σαμαρά είχε πάρει μόλις 18,85%, την είχαν ψηφίσει 1.192.000 πολίτες αριθμός μεγαλύτερος από αυτόν των ευρωεκλογών της 9/6.
Σε κάθε περίπτωση δηλαδή ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία δεν μπορούν πλέον να ισχυρίζονται ότι είναι η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στην Ελλάδα, αλλά απλά το πρώτο σε ψήφους κόμμα και μάλιστα με εντυπωσιακά πτωτική πορεία.
Ευλόγως λοιπόν οι πολιτικοί του αντίπαλοι μπορούν να ισχυρίζονται ότι η ΝΔ του Μητσοτάκη είναι ο μεγάλος ηττημένος των ευρωεκλογών, καθώς είναι το κόμμα με τις μεγαλύτερες απώλειες.
Ωστόσο η φυγή εκατοντάδων χιλιάδων ψηφοφόρων από τη Νέα Δημοκρατία, που είχε ως συνέπεια να γράψει στο ποσοστό της μπροστά το «2», δεν ενίσχυσε τους βασικούς της αντιπάλους, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ.
Από την «ανάγνωση» των αριθμών του εκλογικού αποτελέσματος των ευρωεκλογών 2024 προκύπτει ότι όσοι εγκατέλειψαν την ΝΔ είτε ενίσχυσαν την αποχή που έφθασε σε ποσοστό-τέρας του σχεδόν 60%, είτε επέλεξαν τα μικρότερα ακροδεξιά κόμματα.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το επόμενο διάστημα μετά τις ευρωεκλογές, όπως όλα δείχνουν, θα είναι εξ ίσου δύσκολο ή ακόμη και δυσκολότερο για το κυβερνών κόμμα που έχει αποδείξει ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα των πολιτών, οι οποίοι άλλωστε γι’ αυτό και του γύρισαν την πλάτη.
Ο αναμενόμενος ανασχηματισμός, αν τελικά γίνει, είτε είναι ευρύς είτε «στοχευμένος» δεν θα βοηθήσει ούτε στον περιορισμό της ακρίβειας που σαρώνει την αγορά, ούτε στην αναβάθμιση των προσφερόμενων υπηρεσιών στην πολύπαθη δημόσια υγεία, ούτε σε μια καλύτερη παιδεία, ούτε ακόμη και στην ασφάλεια των πολιτών. Γιατί απλά δεν είναι θέρμα προσώπων, αλλά πολιτικών.