Διόλου υπερβολική δεν μοιάζει πλέον η φράση «θα πέσει το ταβάνι να μας πλακώσει» με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής να είναι ολόγυρά μας επιβεβαιώνοντας τους «νοστράδαμους» του παρελθόντος. Μεταξύ των θυμάτων συμπεριλαμβάνονται και οι οικονομίες με πληθώρα οικονομολόγων να κρούουν τον κώδωνα για την επόμενη κρίση που δεν αποκλείεται να προέρχεται από την κλιματική αλλαγή, καθότι αποτελεί κίνδυνο και για το δημόσιο χρέος και στην Ευρώπη.
Τα στοιχεία για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ελληνική οικονομία προκαλούν ρίγη καθότι το συνολικό κόστος είναι δυνατόν να φτάσει τα 701 δισ. ευρώ έως το 2100, σύμφωνα με έρευνα της Επιτροπης Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) την οποία έχει συστήσει το 2009 η Τράπεζα της Ελλάδος. Το κόστος μαμούθ αιτιολογείται, καθώς το ΑΕΠ της Ελλάδας μπορεί να μειώνεται κατά 2% σε ετήσια βάση μέχρι το 2050 και ακόμη περισσότερο μέχρι το 2100.
Τα σενάρια
Το δυσμενές σενάριο, σύμφωνα με την έρευνα της ΕΜΕΚΑ που εξετάζει κυρίως την ανυπαρξία κάθε δράσης για μείωση των ανθρωπογενώνεκπομπών των αερίων και σε αυτή την περίπτωση υπολογίζεται ότι το ΑΕΠ της Ελλάδος θα μειωθεί, σε ετήσια βάση, κατά 2% το 2050 και κατά 6% το 2100. Το συνολικό σωρευτικό κόστος για την ελληνική οικονομία, για το χρονικό διάστημα έως το 2100, εκφρασμένο ως μείωση του ΑΕΠ του έτους βάσης, ανέρχεται στα 701 δισ. ευρώ (σε σταθερές τιμές του 2008). Στο μέτριο σενάριο σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα μειώνει συνεχώς και δραστικά τις εκπομπές αερίων, στο πλαίσιο αντίστοιχης παγκόσμιας προσπάθειας, με αποτέλεσμα η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας να περιοριστεί στους 2 βαθμούς Κελσίου, το συνολικό σωρευτικό κόστος για το χρονικό διάστηµα έως το 2100, εκφρασµένο ως απώλεια ΑΕΠ, είναι 436 δισ. ευρώ (σταθερές τιµές του 2008). Δηλαδή, το συνολικό κόστος στην περίπτωση του μέτριου σεναρίου είναι κατά 265 δισ. ευρώ μικρότερο από αυτό του σεναρίου μη δράσης και επομένως η πολιτική µετριασµού µειώνει κατά 40% το κόστος. Στο Σενάριο Προσαρμογής, όπου ασκούνται πολιτικές μετριασμού των ζημιών, το ΑΕΠ της Ελλάδος θα παρουσιάσει µείωση κατά 2,3% και 3,7% τα έτη 2050 και 2100, αντίστοιχα.
Το κόστος προσαρµογής εκτιµάται ίσο µε 67 δισεκατοµµύρια ευρώ. Παρά ταύτα, σύμφωνα με την έκθεση τα µέτρα προσαρµογής απλώς περιορίζουν και δεν εξαλείφουν το σύνολο των ζηµιών.
Οι επιπτώσεις στον τουρισμό φαίνεται ότι είναι άρρηκτα συνυφασμένες µε το κλίµα. Οι µεσογειακές χώρες ειδικότερα, από τις κλιµατικά πλέον τρωτές περιοχές στον πλανήτη, αναµένεται να αντιµετωπίσουν µια σειρά δυσµενών επιπτώσεων εξαιτίας της κλιµατικής αλλαγής:
Σύμφωνα με την έκθεση αυτές είναι: 1. Αύξηση του αριθµού των ηµερών που η θερμοκρασία θα ξεπερνά τους 38° C, µε αντίκτυπο στη δυσφορία του γενικού πληθυσµού. Για παράδειγµα, στα παράκτια του Ιονίου και τα Δωδεκάνησα αναµένεται αύξηση της διάρκειας µε 38°C κατά 20 ηµέρες. 2. Μείωση των διαθέσιµων ποσοτήτων υδατικών πόρων. Για παράδειγµα, στη δυτική ηπειρωτική χώρα αναµένονται λιγότερες από 10 επιπλέον ηµέρες ξηρασίας, ενώ στην ανατολική ηπειρωτική χώρα και τη βόρεια Κρήτη αναµένονται περισσότερες από 20 επιπλέον ηµέρες ξηρασίας. 3. Ακραία καιρικά φαινόµενα επηρεάζουν την τουριστική βιοµηχανία και τις δομές. 4. Αύξηση των δασικών πυρκαγιών.
Ελένη Στεργίου / Οικονομικός Ταχυδρόμος