Επιπλέον τον Μάρτιο του 2022 ο ετήσιος πληθωρισμός ενέργειας εκτινάχθηκε σε 40,2% στην ΕΕ και 44,3% στην ευρωζώνη με την Ελλάδα να έχει τον 7ο υψηλότερο με 51,2%.
Στην έκθεσή της η ΤτΕ προβλέπει ότι το περιβάλλον των υψηλών τιμών ενέργειας θα συνεχιστεί και τον ερχόμενο χειμώνα.
Ειδικότερα αναφορικά με τις αυξήσεις των τιμών του υποδείκτη ηλεκτρικού ρεύματος, αερίου και στερεών καυσίμων σε πολλά κράτη-μέλη σημειώνει ότι ήταν πρωτοφανείς. Για το ηλεκτρικό ρεύμα σε πολλές περιπτώσεις οι αυξήσεις ήταν υπερδιπλάσιες από τον μέσο όρο της ΕΕ (34,6%), όπως:
• στην Ολλανδία (181,9%),
• την Ισπανία (107,8%),
• την Ιταλία (82,3%)
• και την Ελλάδα (79,3%).
Οι τιμές του φυσικού αερίου αυξήθηκαν κατά 48,5% κατά μέσο όρο στην ΕΕ, αλλά με σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών-μελών. Ιδιαίτερα υψηλές αυξήσεις καταγράφηκαν, μεταξύ άλλων χωρών, στην Ολλανδία (161,4%), το Βέλγιο (143,6%), τη Βουλγαρία (117,4%) και το Λουξεμβούργο (87,4%), ενώ στην Ουγγαρία, τη Σουηδία και την Κροατία οι αυξήσεις ήταν μικρότερες του 10%.
Ρήτρα, φόροι, επιδοτήσεις, διαφοροποιούν τις τιμές
Οι διαφορές στην εξέλιξη των τιμών της ενέργειας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ οφείλονται σε σειρά παραγόντων, οι οποίοι μεταξύ άλλων συνδέονται με τις εγχώριες συνήθειες και προτιμήσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ως προς το ενεργειακό μίγμα που καταναλώνουν, το συνολικό μερίδιο στο γενικό πληθωρισμό και τη σύνθεση του υποδείκτη ΕνΔΤΚ ενέργειας, καθώς και με τις συνθήκες της αγοράς και τις πιο μόνιμες ή έκτακτες ρυθμίσεις και παρεμβάσεις πολιτικής (π.χ. φόροι, επιδοτήσεις, εκπτώσεις, ρήτρες αναπροσαρμογής) που διαμορφώνουν τη χονδρική και τη λιανική τιμή των ενεργειακών αγαθών σε κάθε χώρα, αναφέρεται στην έκθεση.
Η ενεργειακή σύνθεση, και συνεπώς η επίπτωση των τιμών διαφορετικών πηγών ενέργειας στον πληθωρισμό,ποικίλλει μεταξύ των κρατών-μελών.
Συνολικά, η ενέργεια αντιπροσωπεύει περίπου το 11% στο καλάθι του καταναλωτή στην ευρωζώνη και την ΕΕ, αλλά έχει τη μικρότερη βαρύτητα στη Μάλτα (6,7%) και τη μεγαλύτερη στηΛεττονία (16,2%). Η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ (11,5%). Στην ΕΕ, το μεγαλύτερο μερίδιο στον ΕνΔΤΚ ενέργειας έχουν τα καύσιμα κίνησης (45%), ακολουθούμενα από την ηλεκτρική ενέργεια (28%) και το αέριο (18%). Αυτό ισχύει στις περισσότερες χώρες με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Η ηλεκτρική ενέργεια έχει μεγαλύτερη συμβολή στις τιμές της ενέργειας (πάνω από 35%) στη Σουηδία, την Κροατία, τη Μάλτα, την Ελλάδα, το Βέλγιο και τη Φινλανδία, ενώ το φυσικό αέριο (πάνω από 24%) στην Ολλανδία, τη Γερμανία, τη Σλοβακία και την Ιταλία.
Ωστόσο, δεδομένης της μεγαλύτερης ανομοιογένειας στις αγορές φυσικού αερίου στα κράτη-μέλη της ΕΕ, οι εν λόγω επιδράσεις διαφέρουν μεταξύ των χωρών.
Συμπερασματικά, οιπαραπάνω εκτιμήσεις υποδηλώνουν ότι οι διαδοχικές αυξήσεις στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 αναμένεται να συνεχίσουν να επιδρούν αυξητικά στις τιμές ενέργειας καταναλωτή εντός του 2022 και στις αρχές του 2023.
Οι διαφοροποιήσεις στις τιμές λιανικής των πετρελαιοειδών στην ΕΕ αντανακλούν ως επί το πλείστον διαφορές στους φόρους μεταξύ των κρατών-μελών, οι οποίοι πριν από την πανδημία αποτελούσαν κατά μέσο όρο περίπουτο 60% της τιμής λιανικής των πετρελαιοειδών στην ΕΕ.
Αντίθετα, οι διαφορές στις τιμές λιανικής φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ των κρατών-μελών αντανακλούν επιπλέον και διαφορές στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας και το βαθμό ρύθμισης των αγορών, αλλά και ιδιοσυγκρατικούς παράγοντες, οι οποίοι οδηγούν σεκ ατακερματισμό των αγορών.