Εν αναμονή της κατάθεσης τροπολογίας στη Βουλή της σχετικής ρύθμισης οι μεγάλες βιομηχανίες της χώρας των οποίων οι συμβάσεις με τη ΔΕΗ έχουν λήξει από το τέλος του 2022 και ήδη πληρώνουν τους δυο πρώτους μήνες του έτους με τιμές αγοράς (περίπου 150 ευρώ/MWh για το Φεβρουάριο), θα συνεχίσουν για αρκετό διάστημα ακόμη να είναι εκτεθειμένες σε υψηλές τιμές περιμένοντας ως μόνη στήριξη τις κρατικές επιδοτήσεις, που για τον Φεβρουάριο ήταν μόλις 20 ευρώ/ MWh.
Η τεχνική επεξεργασία της νομοθετικής ρύθμισης, όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, έχει ολοκληρωθεί ωστόσο δεν έχει λάβει ακόμη το «πράσινο φως» από τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα ώστε να πάρει τον δρόμο προς τη Βουλή.
Σε κάθε περίπτωση η βιομηχανία εμφανίζεται ανήσυχη για την καθυστέρηση, καθώς μετά την κατάθεση ακολουθούν και άλλα γραφειοκρατικά βήματα και ειδικότερα η έκδοση της Κοινής Υπουργικής Απόφασης για την εφαρμογή της και οι αλλαγές στον κανονισμό λειτουργίας της αγοράς από το Χρηματιστήριο Ενέργειας.
Οπερ σημαίνει ότι αν κατατεθεί στο τέλος του μήνα θα συνεχίσουν να πληρώνουν αυξημένες τιμές μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία.
Ένα ακόμη στοιχείο που έχει θορυβήσει τη βιομηχανία είναι το γεγονός πως παρά την δέσμευση που έχει αναλάβει η κυβέρνηση να στηρίξει τις επιχειρήσεις με την υιοθέτηση της προαναφερόμενης νομοθετικής ρύθμισης, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας σε πρόσφατη συνέντευξη του ήταν αρκετά ασαφής ως προς τους χρόνους αντιμετώπισης του ζητήματος, αφήνοντας μάλιστα να εννοηθεί ότι η εξαίρεση των PPAs από το πλαφόν θα ισχύσει μετά τον Ιούλιο, εάν οι τιμές δεν εξομαλυνθούν.
Η ρύθμιση που σχεδιάζεται να κατατεθεί στη Βουλή θα εξαιρεί τα PPAs από το πλαφόν στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που έχει επιβληθεί στη χονδρεμπορική αγορά ρεύματος και η εξαίρεση θα αφορά μόνο τα συμβόλαια φυσικής παράδοσης και όχι τις χρηματοοικονομικές συμφωνίες. Ωστόσο η κατακόρυφη μείωση των εσόδων του μηχανισμού ανησυχεί πολύ έντονα το ΥΠΕΝ.
Η πτώση της τιμή του φυσικού αερίου σε συνδυασμό με τη μείωση της ηλεκτροπαραγωγής από το συγκεκριμένο καύσιμο, έχει ως αποτέλεσμα τα έσοδα του μηχανισμού να προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τις μονάδες ΑΠΕ οι οποίες αμείβονται στην τιμή του πλαφόν δηλαδή 85 ευρώ/MWh. Έτσι η εξαίρεση από το πλαφόν σημαντικού όγκου ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ εκτιμάται ότι θα μειώσει τα έσοδα του ΤΕΜ και ως εκ τούτου τη δυνατότητα χρηματοδότησης των επιδοτήσεων με άλλο τρόπο πέραν του κρατικού προϋπολογισμού.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθεί πάντως ότι οι ανησυχίες δεν κρίνονται βάσιμες για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Και αυτό διότι τα PPAs που συζητούνται μεταξύ της ΔΕΗ και των μεγάλων βιομηχανιών, την πρώτη διετία ισχύος τους θα αφορούν ενέργεια που προέρχεται από φυσικό αέριο και λιγνίτη και στη συνέχεια ενέργεια προερχόμενη από τα έργα ΑΠΕ που σχεδιάζει η ΔΕΗ. Αυτή δε την περίοδο η τιμή της ενέργειας που προέρχεται από φυσικό αέριο και λιγνίτη είναι πολύ χαμηλότερη από το πλαφόν που έχει τεθεί και ως εκ τούτου οι δυο τεχνολογίες δεν εισφέρουν έσοδα στον μηχανισμό, άρα τα PPAsδεν θα αποτελέσουν μια επιπλέον επιβάρυνση για τα έσοδα του ΤΕΜ.