Άλλωστε ο ίδιος το είπε ότι «αυτό επιβάλλει η ελεύθερη αγορά». Μόνο που ο κ. Μητσοτάκης ως γνήσιος νεοφιλελεύθερος πολιτικός, δεν θέλει να καταλάβει και να παραδεχτεί ότι στην Ελλάδα επί των ημερών του η «ελεύθερη αγορά» που ευαγγελίζεται έχει μετατραπεί σε «ασύδοτη αγορά».
Και αυτό είναι έργο δικό του. Υπάρχει πλήρης ασυδοσία των εργοδοτών, απόρροια όχι μόνο των ελάχιστων και επιφανειακών ελέγχων, αλλά κυρίως του σήματος που εκπέμπει η κυβέρνηση Μητσοτάκη ότι ο υπέρτατος νόμος είναι ο νόμος της αγοράς που ευνοεί τους ισχυρούς και αδικεί τους αδύναμους.
Δεν είναι λοιπόν ζήτημα μιας απλής προτροπής για το θεαθήναι από τον πρωθυπουργό η δημιουργία κατάλληλων εργασιακών συνθηκών για τους εργαζόμενους στον τουρισμό, αλλά νομοθετικών πρωτοβουλιών. Όμως τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης του, στην κυριολεξία «ξεχαρβαλώθηκαν» τα εργασιακά δικαιώματα και επιβλήθηκαν οι «σκληροί όροι της αγοράς», με μοναδικό γνώμονα τα κέρδη των μεγαλοεπιχειρηματιών και στη συγκεκριμένη περίπτωση του τουρισμού των μεγαλοξενοδόχων.
Ακόμη και σήμερα που έχουν πλέον αποκαλυφθεί τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στον κλάδο, με 18ωρα εργασίας ημερησίως, σε άθλιες συνθήκες, χωρίς υπερωρίες και με εξευτελιστικούς μισθούς, ο πρωθυπουργός αρκείται σε προτροπές.
Αν και χθες μιλώντας στη γενική Συνέλευση του ΣΕΤΕ , ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι υπάρχει μεγάλη έλλειψη προσωπικού στον κλάδο την οποία και χαρακτήρισε «απειλητική», οι λύσεις που επί της ουσίας πρότεινε δεν ήταν οι αυξήσεις μισθών και οι καλύτερες εργασιακές συνθήκες που αποδεδειγμένα είναι οι αιτίες που ο κλάδος δεν βρίσκει εργαζόμενους.
Ως λύση ο πρωθυπουργός πρόκρινε την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, αλλά και -αν είναι δυνατόν- την σύναψη ειδικών συμφωνιών για απασχόληση εργαζομένων από το εξωτερικό.
Είπε επί λέξη ο πρωθυπουργός: «Και καθώς η έλλειψη προσωπικού στον κλάδο γίνεται απειλητική, απαιτεί νέους τρόπους προσέγγισης: με την επιμήκυνση, για παράδειγμα, της τουριστικής περιόδου, με ειδικές συμφωνίες για απασχόληση εργαζομένων από το εξωτερικό, αλλά και με τη σύνδεση του τουρισμού με άλλες δραστηριότητας από το φθινόπωρο και μετά. Απαιτεί, όμως, επένδυση και στον ανθρώπινο παράγοντα. Γιατί ο τουρισμός πρέπει να είναι ελκυστικός όχι μόνο στους επισκέπτες αλλά και σε όσους εργάζονται σε αυτόν. Κάτι που παραπέμπει σε καλύτερους μισθούς και όρους εργασίας».
Η λύση Μητσοτάκη πολύ απλά είναι οι μεγαλοξενοδόχοι να απασχολούν εργαζόμενους από το εξωτερικό -συνήθως αισχρά κακοπληρωμένους από Βαλκανικές χώρες- για να κάνουν τις χρυσές δουλειές τους και όχι να υπάρξουν αυξήσεις μισθών που η κυβέρνηση του μπορεί να νομοθετήσει καθώς έλεγχοι στην αγορά εργασίας για τις συνθήκες απασχόλησης.
Και για την έξωθεν καλή μαρτυρία ο κ. Μητσοτάκης «πέταξε» και την ατάκα του προς τους εργοδότες για καλύτερους μισθούς και όρους εργασίας.
Αυτή όμως είναι δουλειά της κυβέρνησης του και δεν την κάνει.
Τη σημερινή κυβέρνηση, καθίσταται κάθε μέρα και πιο φανερό δεν την ενδιαφέρει η ανάπτυξη που διαχέει τα οφέλη της ώστε να επιτευχθεί και κοινωνική συνοχή, αλλά μόνο τα κέρδη της επιχειρηματικής ελίτ.