Ο πόλεμος στην Ουκρανία που ξέσπασε τον Φεβρουάριο του 2022, έχει φέρει και πάλι την Ευρώπη σε εξαιρετικά δυσμενή θέση.
Οι λαοί της γηραιάς ηπείρου είναι πλέον βέβαιο ότι θα ζήσουν ένας από τους σκληρότερους χειμώνες των τελευταίων δεκαετιών – κατά πολλούς μάλιστα το σκληρότερο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου- με τις τιμές της ενέργειας να έχουν εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα ύψη συμπαρασύροντας τις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών.
Δυστυχώς για πολλοστή φορά οι ηγέτες της ΕΕ, αν και θέλουν να δείχνουν ενωμένοι απέναντι στον Πούτιν, στην πραγματικότητα δρουν κατά μόνας για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες του οικονομικού και ενεργειακού πολέμου που έχουν κηρύξει στη Ρωσία.
Κάθε κράτος-μέλος μελετάει τα δημοσιονομικά του και αναλόγως εξαγγέλλει μέτρα στήριξης για τους πολίτες του και βέβαια ταυτόχρονα σχεδιάζει την εφαρμογή σκληρών μέτρων εξοικονόμησης, καθώς είναι βέβαιο ότι κανένας προϋπολογισμός κανενός Ευρωπαϊκού κράτους δεν «αντέχει» να επιδοτήσει το σύνολο της ακρίβειας που έχει φέρει ο ενεργειακός πόλεμος της Ρωσίας.
Αυτό βέβαια είναι ένα γενικό συμπέρασμα. Γιατί κάποια κράτη χωρίς καμιά αμφιβολία βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα από κάποια άλλα, που αντιμετώπιζαν και πριν την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία δημοσιονομικά προβλήματα.
Τα κράτη αυτά λοιπόν -μεταξύ των οποίων δυστυχώς βρίσκεται και η χώρα μας- δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο την έκρηξη της ακρίβειας που φτωχοποιεί τους λαούς τους, αλλά και την απροθυμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για δημοσιονομική χαλάρωση, που θα τους έδινε την δυνατότητα για μεγαλύτερη στήριξη των πολιτών τους που αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στα αυξημένα κόστη διαβίωσης, μέσω των προϋπολογισμών τους.
Ούτε αυτό το ελάχιστο δεν πράττουν οι κατ ΄ευφημισμό «ενωμένοι» Ευρωπαίοι. Ο κάθε ηγέτης κοιτάζει τη χώρα του «χαλαρώνοντας» έτσι ακόμη περισσότερο τους ευρωπαϊκούς δεσμούς και ενισχύοντας την «εθνικοποίηση» των πολιτικών στήριξης των νοικοκυριών.
Όσο και αν ακούγεται οξύμωρο, η νέα αυτή οικονομική κρίση στην Ευρώπη αποτελεί χρυσή ευκαιρία για να υπάρξει ριζική αλλαγή φιλοσοφίας της ΕΕ και επιτέλους να προκριθεί και μάλιστα άμεσα και χωρίς τις γνωστές ευρωπαϊκές ολιγωρίες η έκδοση ενός ευρωομολόγου που θα χρηματοδοτήσει κεντρικά τις δαπάνες των κρατών-μελών για τη στήριξη των πολιτών τους.
Η απόφαση αυτή μάλιστα δεν θα πρέπει να περιοριστεί μόνο για την αντιμετώπιση της παρούσας κρίσης. Η έκδοση ευρωομολόγου δεν θα πρέπει να είναι μία εφάπαξ κίνηση σε συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, αλλά να αποτελέσει την απαρχή για μια νέα οικονομική πολιτική μιας πραγματικά ενωμένης Ευρώπης.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η διαχρονική έλλειψη μιας διακριτής δημοσιονομικής οντότητας της Ευρώπης υπονομεύει την ουσιαστική σύγκλιση και την κάνει ευάλωτη απέναντι στους ανταγωνιστές της.