Τι βλέπουν οι αγορές και ανησυχούν για την Ελλάδα; Είναι γνωστό ότι ο ESM, στα χέρια του οποίου είναι το πολύ μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους, μας έχει δώσει μακρά περίοδο χάριτος: Εως το 2033 δεν πληρώνουμε τόκους. Επίσης, ότι η Ελλάδα θα μπει στην ανηφόρα των μεγάλων αποπληρωμών μετά το 2043, δυστυχώς, οι νεότερες γενιές θα αναστενάξουν μέχρι το 2060. Τέλος, σημαντικό, τα ελληνικά ομόλογα έχουν χρυσό χορηγό την ΕΚΤ: επαναγοράζει όσα ελληνικά ομόλογα αποφασίσει να πουλήσει οιοσδήποτε ομολογιούχος και μηδενίζει το άμεσο ρίσκο της χώρας.
Και όμως, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου έχει ανέβει στο επίπεδο του 4,46%, πάνω από τρεις ποσοστιαίες μονάδες από τις αρχές του έτους και σχεδόν μιάμιση μονάδα πάνω από εκεί όπου βρισκόταν πριν από περίπου ένα μήνα. Αυτή η αύξηση δεν οφείλεται στη γενική άνοδο των επιτοκίων διεθνώς αλλά σε αιτίες με αναφορά στην Ελλάδα. Απόδειξη είναι ότι, τον τελευταίο μήνα, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς αυξάνεται περισσότερο από τις αποδόσεις όλων των άλλων ευρωπαϊκών ομολόγων: Το spread του ελληνικού με το γερμανικό 10ετές ανέβηκε στις 2,525 μονάδες, με το γαλλικό στις 1,96, με το ισπανικό στις 1,39 μονάδες κ.ο.κ. Τι φταίει;
Δύο είναι οι νέοι κίνδυνοι που τιμολογούν οι αγορές και αποτυπώνονται στις αυξημένες αποδόσεις των ομολόγων μας. Ο ένας δεν εξαρτάται από εμάς. Ο άλλος προκαλείται από το πολιτικό σύστημα της χώρας μας.
Ο πρώτος κίνδυνος προέρχεται από τα «γεράκια» της ΕΚΤ, που έχουν πάρει το πάνω χέρι στη Φρανκφούρτη. Πλέον των μεγάλων αυξήσεων που επιβάλλουν στα επιτόκια της τράπεζας (οι οποίες εφόσον συνεχιστούν έτσι θα σύρουν την Ευρώπη σε μια βαθύτατη ύφεση), τώρα πιέζουν να αντιστραφεί η ποσοτική χαλάρωση και να μετατραπεί σε ποσοτικό σφίξιμο: Η ΕΚΤ, αντί να επαναγοράζει στη δευτερογενή αγορά ευρωπαϊκά ομόλογα, να αρχίσει να πουλάει όσα ήδη έχει στο χαρτοφυλάκιό της – όπως κάνει η Fed. Η Ελλάδα, που ήταν η πλέον ευεργετημένη από τις επαναγορές, θα υποστεί δραματικές συνέπειες από την αντίστροφη διαδικασία. Αυτός ο κίνδυνος είναι υπαρκτός.
Ο δεύτερος είναι εσωτερικής παραγωγής, καταγράφηκε στην τελευταία έκθεση του οίκου Moody’s, είναι ο πολιτικός κίνδυνος. Κατά τη γνώμη μου, προκύπτει από δύο συνιστώσες: Η μία είναι ότι η κυβέρνηση, με την πολιτική συγκάλυψης στο σκάνδαλο των υποκλοπών, αφενός περιορίζει τις πιθανότητες αυτοδυναμίας της (ένα κρίσιμο ποσοστό φιλελεύθερων ψηφοφόρων απεχθάνεται παρακρατικές πρακτικές σαν αυτές που συγκαλύπτονται στην ΕΥΠ), αφετέρου γκρεμίζει κάθε πιθανή γέφυρα συνεννόησης για κυβερνητική συνεργασία με το τρίτο κόμμα. Ο κοινωνικός μιθριδατισμός δουλεύει για την υποβάθμιση του θέματος μεν, αλλά αρκούν μικρές μετατοπίσεις ψηφοφόρων για να γίνουν σημαντικές ανατροπές στο πολιτικό σκηνικό.
Η δεύτερη συνιστώσα του πολιτικού κινδύνου είναι η αφύπνιση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας μας με σκληρό και άσχημο τρόπο, αμέσως μετά τις εκλογές της άνοιξης 2023, όταν όποια κυβέρνηση σχηματιστεί θα υποχρεωθεί να προχωρήσει σε μεγάλο και βίαιο δημοσιονομικό σφίξιμο. Αν δεν το κάνει, θα εκτραπεί η εκτέλεση του προϋπολογισμού και, μαζί, η πορεία προς την ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας – για να πάψουν τα ομόλογά μας να συγκαταλέγονται στην κατηγορία «σκουπίδια».
Για να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ (από 2% έλλειμμα φέτος και μετά τις εξαγγελίες της Θεσσαλονίκης…), υπολογίζεται ότι –από χέρι– θα πρέπει να γίνει ένα δημοσιονομικό σφίξιμο της τάξης του 4%-5% του ΑΕΠ, σε μια χρονιά που η μεγέθυνση του ΑΕΠ θα περιοριστεί σε 2,5%, έναντι 5,5%-6% φέτος. Μετά μια διετία διανομής 57 δισ. ευρώ χωρίς αυστηρά, δίκαια και αναπτυξιακά κριτήρια και αφού θα έχει μεσολαβήσει μια πολύμηνη περίοδος προεκλογικού εκμαυλισμού, δεν θα είναι εύκολα τα πράγματα. Ούτε για την κοινωνική ηρεμία ούτε για την πολιτική σταθερότητα. Και γι’ αυτό ανησυχούν οι αγορές.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)