Μετά το διάγγελμα Πούτιν εισήλθαμε στην τρίτη και πιο επικίνδυνη φάση της σύγκρουσης, ενώ η μερική επιστράτευση και η επίσπευση διεξαγωγής των δημοψηφισμάτων αποτελούν παραδοχή ήττας από πλευράς Κρεμλίνου, επτά μήνες μετά την έναρξη των επιχειρήσεων.
Φαίνεται πως η Μόσχα επαναπαύθηκε στις δάφνες των εδαφικών κτήσεων κατά τη δεύτερη φάση, όταν δηλαδή προσαρμόστηκε στην αποτυχία κατάληψης του Κιέβου και ανατροπής του Ζελένσκι, αλλά εν συνεχεία έθεσε υπό τον έλεγχό της όχι μόνο την περιοχή του Ντονμπάς (Λουγκάνσκ και Ντονέτσκ), αλλά και τις Χερσώνα και Ζαπορίζια. Θεώρησε ότι οι Ουκρανοί, παρά τη σημαντική συνδρομή των Δυτικών, ειδικότερα των Αμερικανών, δεν ήταν σε θέση να αμφισβητήσουν τα τετελεσμένα που είχαν δημιουργηθεί επί του εδάφους και ότι θα εστίαζαν στο να αμυνθούν για να αποτρέψουν την απώλεια νέων εδαφών και όχι να προσπαθήσουν να ανακαταλάβουν κάποιες από τις κατεχόμενες περιοχές. Μετά όμως την προέλαση των Ουκρανών στα βορειοανατολικά της χώρας, δεδομένων των σοβαρών απωλειών σε ανθρώπινο δυναμικό, του προβληματικού σχεδιασμού, που οδήγησε στην αποπομπή αρκετών υψηλόβαθμων στρατιωτικών, και του χαμηλού ηθικού των Ρώσων στρατιωτών, οι επιλογές του Πούτιν συρρικνώθηκαν.
Ετσι, κόντρα σε όσα ορισμένοι εκ των συνομιλητών του, όπως ο Ερντογάν, είχαν αφήσει να εννοηθούν, ότι δηλαδή ο ένοικος του Κρεμλίνου αναζητούσε γρήγορο συμβιβασμό, στον απόηχο σχετικών παραινέσεων από Κίνα και Ινδία, αποφάσισε την κλιμάκωση για να κατοχυρώσει τα εδαφικά του οφέλη. Την προηγούμενη φορά που έκανε κάτι αντίστοιχο στην Ουκρανία, η εκτίμηση ήταν ότι θα ακολουθούσε το δόγμα «κλιμάκωση πριν από την αποκλιμάκωση». Αυτό δεν έγινε, οπότε διατηρώ σοβαρές επιφυλάξεις αν πρόκειται να συμβεί αυτή τη φορά. Αλλωστε, ηγέτες με τα χαρακτηριστικά του θέλουν να δείχνουν ασυμβίβαστοι, έχοντας μια ψευδαίσθηση ισχύος. Αν και το ζενίθ των κρίσεων προσφέρεται για διαπραγματεύσεις, ο Πούτιν μοιάζει να κινείται στη λογική «αν δεν γίνει αυτό που θέλω, δεν θα γίνει τίποτα».
Φοβούμαι, δε, ότι στη ∆ύση εξακολουθούµε ακόµη και μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να υποτιμούμε όχι τόσο την αποφασιστικότητα αναθεωρητικών ηγεσιών, αλλά την κλίση τους προς ένα περιφερειακό αρχικά και, γιατί όχι, παγκόσμιο μετέπειτα σύστημα παράλληλο και υπονομευτικό στην υφιστάμενη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων. Αρα, αν εξακολουθήσουμε να ερμηνεύουμε τις κινήσεις της Μόσχας και άλλων αναθεωρητών πάνω στη σκακιέρα με τα δυτικά πρότυπα ή με μια ανερμάτιστη αισιοδοξία που πηγάζει από ευσεβείς πόθους, κινδυνεύουμε να υπνωτιστούμε. Ο Μεντβέντεφ ήταν σαφής: «Το δυτικό κατεστημένο, γενικά όλοι οι πολίτες των χωρών του ΝΑΤΟ, πρέπει να καταλάβουν ότι η Ρωσία έχει επιλέξει τον δικό της δρόμο. Δεν υπάρχει επιστροφή».
Ομοίως θα πρέπει να ακούμε και να διαβάζουμε και την τουρκική ηγεσία. Διότι είναι ευδιάκριτες οι αναλογίες στη ρητορική και στις μεθόδους που χρησιμοποιούν Μόσχα και Αγκυρα έναντι των γειτόνων τους, αλλά και της Δύσης συνολικά. Και το πιο ενδιαφέρον και προβληματικό συνάμα είναι ότι η Τουρκία αποτελεί κομμάτι του δυτικού κόσμου, αλλά αποδεικνύεται προϊόντος του χρόνου ότι έχει χάσει το ενδιαφέρον της ή δεν θεωρεί απαραίτητο να επιδεικνύει συμμαχική αλληλεγγύη για να δεσμεύεται από αποφάσεις της Συμμαχίας. Θυμίζω ότι «έσπασε» τη νατοϊκή γραμμή με την προμήθεια των S-400 και υπονομεύει τη συνοχή της με την ουδέτερη στάση που μέχρι σήμερα τηρεί στο Ουκρανικό.
Πούτιν και Ερντογάν φαίνεται –πέραν του αυταρχικού τρόπου διακυβέρνησης– να μοιράζονται κοινό εγχειρίδιο στην προσπάθεια προώθησης/επιβολής των αναθεωρητικών τους βλέψεων. Αρχικά, εκτοξεύοντας απειλές και εκφοβίζοντας τους γείτονες, επιχειρούν να κάμψουν τη θέληση/αντίστασή τους. Παράλληλα, στρατιωτικοποιούν τα προβλήματα, εκβιάζοντας με τη χρήση στρατιωτικών μέσων για την επίτευξη των στόχων τους. Η προβολή της στρατιωτικής τους ισχύος και το αίσθημα μετα-αυτοκρατορικής αλαζονείας τους οδηγούν σε περιφρόνηση ή ερμηνεία κατά το δοκούν των διεθνών συνθηκών/καταστατικού χάρτη ΟΗΕ. Χρησιμοποιούν υβριδικά εργαλεία (π.χ. μεταναστευτικές ροές στην περίπτωση της Τουρκίας, κυβερνοεπιθέσεις στην αντίστοιχη της Ρωσίας) και προπαγανδίζουν ψευδείς ειδήσεις για να νομιμοποιήσουν τις πράξεις τους (η Ελλάδα διεξάγει εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και η Ουκρανία γενοκτονία). Υποτιμούν το διαμέτρημα των άλλων, ωστόσο, τους παρουσιάζουν ως απειλή για την εθνική τους ασφάλεια όχι τόσο αυτοτελώς, αλλά ως μέρος ενός σχεδίου ισχυρών κρατών (εν προκειμένω των ΗΠΑ) με σκοπό να υπονομευθεί η κυριαρχία τους (επειδή οι ηγεσίες τους δεν είναι αρεστές). Εργαλειοποιούν τις μειονότητες, τις οποίες υποτίθεται ότι προστατεύουν προκειμένου να αποκτήσουν ερείσματα και να δικαιολογήσουν την εμπλοκή τους στα εσωτερικά τρίτων κρατών. Θεωρούν ότι πρέπει να διορθώσουν την ιστορία και τα λάθη των προκατόχων τους, διακατεχόμενοι έντονα από προσωπική ματαιοδοξία. Συμπεριφέρονται σαν νταήδες πέρα από τα διπλωματικά ειωθότα και «σπάνε» θεσμικά ταμπού για να καταδείξουν ότι στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον όλα είναι πιθανά. Προκαλούν τεχνητές κρίσεις για μελλοντική χρήση και παν ενδεχόμενο, ωστόσο, συχνά καταλήγουν σε αδιέξοδο, έχοντας υψώσει τον πήχυ των προσδοκιών.
Εντέλει, υποκινώντας τη μισαλλοδοξία και υποδαυλίζοντας τις εντάσεις, καταλογίζουν ψευδώς στους αντιπάλους του τις προθέσεις που οι ίδιοι έχουν ή/και τις ενέργειες που πρόκειται να πραγματοποιήσουν, εμφανιζόμενοι ότι βρίσκονται σε άμυνα/κίνδυνο, ενώ προλειαίνουν το έδαφος για «προληπτική» αντ-επίθεση. Αυτή η τεχνική περιγράφεται ως «κατηγορία σε καθρέφτη» (accusation in a mirror) ή, αλλιώς, «επιχείρημα αντικατοπτρισμού».
(O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων και αναπληρωτής καθηγητής στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος. Κυκλοφορεί σε επιμέλειά του το βιβλίο «Το μέλλον της Ιστορίας» (εκδόσεις Παπαδόπουλος)- Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)