Και ταυτόχρονα να προκαλέσει και μια άνευ προηγουμένου νέα ενεργειακή κρίση, που όμοια της έχουμε να αντιμετωπίσουμε σχεδόν μισό αιώνα, από το μακρινό 1973 όταν πολλοί από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς πετρελαίου του πλανήτη αποφάσισαν να σταματήσουν να το πουλούν στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες.
Σήμερα σχεδόν 50 χρόνια μετά, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη είναι αυτές που αρνούνται να πάρουν πετρέλαιο από τη Ρωσία, που είναι μέλος του ΟΠΕΚ+, με σημαντικούς αναλυτές και αξιόπιστα διεθνή μέσα να εκφράζουν φόβους για ένα ενεργειακό «σοκ».
Και δεν είναι μόνο το ρωσικό πετρέλαιο στο «στόχαστρο» της Δύσης, αλλά και το ρωσικό φυσικό αέριο, με την τιμή του καυσίμου να έχει εκτοξευθεί, και οι Δυτικοί να φθάνουν να πανηγυρίζουν τις τελευταίες ημέρες επειδή η τιμή του «έπεσε» και είναι απλά ΔΙΠΛΑΣΙΑ από την περσινή!
Την ίδια δύσκολη περίοδο για την Ευρώπη, πάντως, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν σημαντικά μικρότερα ενεργειακά προβλήματα, καθώς και δικά τους πετρέλαια έχουν και φυσικό αέριο έχουν και το υγροποιημένο LNG τους, πωλούν στην Ευρώπη σε διπλάσιες τιμές, τακτική βέβαια για την οποία τις επέκρινε ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν.
Τα πράγμα, όμως, χειροτερεύουν επικίνδυνα, καθώς η ηγέτιδα δύναμη της Δύσης, οι ΗΠΑ, δεν τα έχουν βάλει μόνο με την Ρωσία, αλλά και με την Κίνα, δυο πολυπληθείς χώρες με ισχυρά πυρηνικά οπλοστάσια.
Παρουσιάζοντας στους δημοσιογράφους το νέο αμυντικό δόγμα των ΗΠΑ, ο υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν, ξεκαθάρισε με κάθε επισημότητα ότι ο μεγάλος εχθρός είναι η Κίνα του Σι Τζινπίνγκ, ενώ υποβάθμισε τον πόλεμο του Πούτιν, λέγοντας ότι η Ρωσία αποτελεί τώρα πρόβλημα, αλλά δεν συνιστά συστημική απειλή για τις ΗΠΑ μακροπρόθεσμα.
Μάλιστα χαρακτήρισε την Κίνα «θεμελιώδη» κίνδυνο για την ασφάλεια των ΗΠΑ τις επόμενες δεκαετίες, ισχυριζόμενος ότι το Πεκίνο «είναι ο μοναδικός ανταγωνιστής που έχει την πρόθεση να τροποποιήσει την παγκόσμια τάξη», αναφερόμενος στην επιθετικότητα της Κίνας απέναντι στην Ταϊβάν.
Ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, εκτίμησε δε ότι «μια σύγκρουση με την Κίνα δεν είναι ούτε αναπόφευκτη, ούτε επιθυμητή».
Δύσκολα τα πράγματα λοιπόν. Ενώ ήδη υπάρχει ανοιχτό ένα μέτωπο της Δύσης με τη Ρωσία που διαθέτει μάλιστα ισχυρότατο πυρηνικό οπλοστάσιο, τώρα οι ΗΠΑ ανεβάζουν επίπεδο στη σύγκρουση τους με την Κίνα λίγες μόλις μέρες μετά την ισχυροποίηση του Σι Τζινπίνγκ που εξασφάλισε μια τρίτη πενταετή θητεία στην ηγεσία της χώρας. Και αυτό προφανώς γίνεται γιατί ως γνωστό ο πανίσχυρος πλέον Κινέζος ηγέτης, έχει άμετρες εδαφικές φιλοδοξίες που μπορούν να οδηγήσουν σε στρατιωτική σύγκρουση εναντίον της Ταϊβάν.
Ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, «ανασταίνοντας» την εποχή του ψυχρού πολέμου τέλος, επεσήμανε ότι η Ουάσιγκτον δεν θα εξετάσει τη χρήση πυρηνικών όπλων εναντίον της Κίνας, παρά μόνο υπό ακραίες συνθήκες, «για να υπερασπιστεί τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ, των συμμάχων και των εταίρων τους».
Όταν όμως έχει χαρακτηρίσει την Κίνα συστημική απειλή, τότε η απειλή για χρήση πυρηνικών είναι ευθεία.