Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) σε θεσμική κρίση και κρίση διακρατικών σχέσεων. Ως εάν να αυτοκτονεί σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή στην ιστορία. Κλυδωνίζεται σε ανώτατο επίπεδο. Και δεν κλυδωνίζεται μόνο από το πόλεμο στην Ουκρανία και τις μηχανορραφίες του προέδρου Πούτιν, ο οποίος την βλέπει ως εχθρό και στοχεύει στη διάλυσή της με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο. Κλυδωνίζεται και από τις εσωτερικές συγκρούσεις και αντιφάσεις της, τόσο σε επίπεδο κεντρικών θεσμών/οργάνων όσο και σε επίπεδο κρατών μελών.
Σε ένα εκτεταμένο άρθρο του – καταπέλτη το Politico (βλέπε «Europe’s Odd couple: the dysfunctional relationship at the heart of Europe/ Το περίεργο ζευγάρι της Ευρώπης: η δυσλειτουργική σχέση στην καρδιά της ΕΕ», 10 Νοεμβρίου 2022) αποκαλύπτει ότι ο Σαρλ Μισέλ, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του κορυφαίου δηλαδή πολιτικού θεσμού της Ένωσης που συγκροτείται από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων, και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του ανώτατου υπερεθνικού οργάνου της ΕΕ, «δεν μιλιούνται».
Δεν έχουν καμία επικοινωνία μεταξύ τους, αποφεύγουν τις προσωπικές συναντήσεις και, το σημαντικότερο, δεν υπάρχει κανένας συντονισμός πολιτικής ούτε για την παραγωγή της εσωτερικής νομοθεσίας της Ένωσης (λ.χ. για το νομοθετικό πακέτο για την ενέργεια) ούτε για τις διεθνείς συναντήσεις, όπως αυτή του G-20 (της Ομάδας των 20 μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη) στο Μπαλί της Ινδονησίας. Ο ένας πρόεδρος βλέπει έναν ηγέτη και αποκλείει τον άλλο ενώ θα έπρεπε να είχαν κοινές συναντήσεις. Ένα αδιανόητο, ασυντόνιστο σύστημα. Μια πρωτόγνωρη κατάσταση που την συναντάς σε υπανάπτυκτες χώρες του Νότου. Το Politico παραθέτει σειρά περιπτώσεων όπου η σύγκρουση ανάμεσα σε Μισέλ και Λάιεν έχει φρενάρει τη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής στην Ευρώπη, όπως π.χ. στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Πράγμα αναπόφευκτο βέβαια όταν η ηγεσία της Ένωσης επικοινωνεί μεταξύ της μέσω επιστολών!
Αλλά αυτή είναι η μία διαλυτική σύγκρουση στην Ένωση. Σε επίπεδο θεσμών. Υπάρχει σειρά άλλων στις σχέσεις κρατών με πλέον πολιτικά ζημιογόνο αυτή μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Δεν αποτελεί υπερβολή να τονισθεί ότι η αρμονική λειτουργία του άξονα Παρισίων – Βερολίνου συνιστά την ατμομηχανή για την Ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ενώ οποιαδήποτε ένταση ανάμεσα στις δύο Ευρωπαϊκές υπερδυνάμεις ουσιαστικά καθηλώνει την Ένωση σε ακινησία. Κι όμως τους τελευταίους μήνες η συνεργασία ανάμεσα σε Παρίσι και Βερολίνο έχει αποσαθρωθεί εάν δεν έχει καταρρεύσει. Ο πρόεδρος Εμ. Μακρόν και ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς έχουν αποτύχει να δημιουργήσουν μια προσωπική σχέση συνεργασίας. Ίσως διότι η προσωπική τους χημεία δεν δένει (όπως με την απελθούσα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ). Είναι δύο διαφορετικές πολιτικές προσωπικότητες. Αλλά πέρα από τα πρόσωπα, η απόκλιση Γαλλίας – Γερμανίας έχει τις ρίζες της σε διαφορετικές αντιλήψεις πολιτικής που καταλήγουν σε διαφορετικές στρατηγικές. Με άλλα λόγια, ενώ η Γαλλία (Μακρόν) αποδίδει πρωταρχική σημασία στη «στρατηγική αυτονομία» της Ένωσης και την «Ευρωπαϊκή κυριαρχία», η Γερμανία (Σολτς) δεν φαίνεται να κατανοεί το βάθος αυτών των εννοιών. Αποδίδει πρωτεύουσα σημασία στην έννοια της διεθνούς αλληλεξάρτησης (βλέπε V. Robben, J. Shell, «The German or French Way? International Independence vs European Sovereignty/ Ο Γερμανικός ή Γαλλικός Τρόπος; Διεθνής Αλληλεξάρτηση έναντι Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας», Changing Europe, 10 Νοεμβρίου ο 2022).
Αντίθετα δηλαδή με το Παρίσι, το Βερολίνο εξακολουθεί να πιστεύει στην ανάγκη ανάπτυξης ισχυρών εμπορικών σχέσεων σε παγκόσμια κλίμακα και ιδιαίτερα με την Κίνα και στην ανοιχτότητα της Ευρωπαϊκής οικονομίας μπροστά στην αναγκαιότητα του Ευρωπαϊκού προστατευτισμού που προωθεί μέσω της «στρατηγικής αυτονομίας» το Παρίσι. Εξόχως αποκλίνουσες απόψεις έχουν και σε σειρά άλλων ζητημάτων της Ευρωπαϊκής agenda, όπως λ.χ. για αυτό της διεύρυνσης (Γερμανία υπέρ, Γαλλία επιφυλακτική έως αντίθετη).
Η αποχώρηση του Μάριο Ντράγκι από την Ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, ηγέτη που λειτουργούσε εξισορροπιστικά μεταξύ Μακρόν και Σολτς, έχει επιδεινώσει τη Γαλλογερμανική δυσαρμονία θέσεων και στρατηγικής σε σημαντική δέσμη ευρωπαϊκών θεμάτων πολιτικής. Αλλά η αποχώρηση Ντράγκι και η άνοδος της ακροδεξιάς Τζ. Μελόνι στην πρωθυπουργία της Ιταλίας είχε ως συνέπεια και τη ρήξη ανάμεσα στο Παρίσι και τη Ρώμη με αφορμή το μεταναστευτικό ζήτημα (άρνηση Μελόνι να δεχθεί την αποβίβαση μεταναστών σε Ιταλικό έδαφος και παραλαβή τους από τη Γαλλία ). Έτσι η τριμερής Ευρωπαϊκή σύμπραξη Γαλλίας, Γερμανίας, Ιταλίας που είχε επιβάλει ο Μ. Ντράγκι έχει εμφανώς διαλυθεί με πολλαπλές βλαπτικές συνέπειες. Και βέβαια οι σχέσεις με χώρες όπως Ουγγαρία και Πολωνία εξακολουθούν να προκαλούν εσωτερικές εντάσεις στην Ένωση.
Χωρίς αμφιβολία η δυνητικά περισσότερο τοξική πηγή αστάθειας για την Ένωση είναι η θεσμική ένταση/δυσαρμονία/απουσία συνεργασίας μεταξύ των προέδρων Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Είναι ένα διαρθρωτικό θεσμικό πρόβλημα που μπορεί και πρέπει να επιλυθεί θεσμικά. Και η θεσμική λύση βρίσκεται στη συγχώνευση των δύο προεδριών – Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το σημερινό δικέφαλο σχήμα των δύο προεδριών συνιστά πηγή σύγκρουσης, πολύ περισσότερο εάν και οι προσωπικές προσεγγίσεις των κατόχων της θέσης αποκλίνουν. Η συγχώνευση των δύο προεδριών σε μία θα δημιουργήσει τον κοινό πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ενδιαφέρον είναι ότι η συγχώνευση μπορεί να γίνει χωρίς την τροποποίηση της Συνθήκης και με κάποια «δημιουργική θεσμική μηχανική» από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η Συνθήκη της Λισαβόνας (άρθ. 15 κ.α.) επιτρέπει τη συγχώνευση.
Ο (κοινός) Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρουσιάζει πολλαπλά πλεονεκτήματα και κυρίως ακυρώνει τις θεσμικές, παραλυτικές πηγές σύγκρουσης. Επιπλέον θα ενισχύσει τη διαφάνεια και την ορατότητα της Ένωσης στο διεθνές επίπεδο. Η σημερινή δικέφαλη παρουσία της ΕΕ μόνο σύγχυση προκαλεί. Βέβαια εκτός από τη συγχώνευση των προεδριών η Ένωση έχει ανάγκη από σειρά άλλων μεταρρυθμίσεων, όπως π.χ. κατάργηση της ομοφωνίας στη λήψη αποφάσεων.
Ως αν. μέλος της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης (2002-2003) που θέσπισε τον μόνιμο πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, είχα εκφράσει επιφυλάξεις για τη θέση αυτή, πρώτον, λόγω της εκτίμησης ότι θα υπόσκαπτε την υπερεθνικότητα της Ένωσης και δεύτερον, γιατί θα αποτελούσε πηγή συγκρούσεων με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δύο εκτιμήσεις που δυστυχώς επαληθεύτηκαν.
(Ο καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Tελευταίο του βιβλίο: Επιτεύγματα και Στρατηγικά Λάθη της Εξωτερικής Πολιτικής της Μεταπολίτευσης (Θεμέλιο)- Το Άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Το Βήμα» της Κυριακής)