Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να μελετήσουμε προσεκτικά και να κατανοήσουμε τις κινητήριες δυνάμεις και τα χαρακτηριστικά της πρόσφατης ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, αλλά και τις νέες συνθήκες όπως έχουν πλέον διαμορφωθεί με την δραματική αύξηση του πληθωρισμού, με στόχο να απαντήσουμε σε ένα βασικό ερώτημα: Οι ρυθμοί ανάπτυξης του 2021 και 2022, οι οποίοι κάλυψαν τις μεγάλες απώλειες από τη βαθιά ύφεση της οικονομικής δραστηριότητας που καταγράφηκε το 2020 εξαιτίας της πανδημίας, είναι άραγε διατηρήσιμοι για τα επόμενα έτη;
Θα προσεγγίσουμε την απάντηση σε αυτό το ερώτημα από τρεις διαφορετικές πλευρές, από την πλευρά της παραγωγής, την πλευρά της δαπάνης και την πλευρά των εισοδημάτων. Εξάλλου η προσέγγιση αυτή είναι σε πλήρη αρμονία με τις τρεις εναλλακτικές, αλλά και συμπληρωματικές μεταξύ τους, μεθόδους εκτίμησης του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) με βάση την εναρμονισμένη μεθοδολογία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ολοκληρωμένων Οικονομικών Λογαριασμών της Eurostat.
Τι μας λέει η παραγωγή
Από την πλευρά της παραγωγής, η δυναμική ανάκαμψη των δύο τελευταίων ετών στηρίχθηκε σε σημαντικό βαθμό στην υπερβολική εξάρτηση της οικονομίας από τον τουριστικό κλάδο. Ωστόσο, το δυσμενές διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον επηρεάζει αρνητικά τις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας η οποία αποτελεί την βασική πηγή τουριστικών εισπράξεων για τη χώρα μας.
Σε μία μικρή και ανοικτή οικονομία όπως είναι η ελληνική, ο κλάδος του τουρισμού είναι ιδιαίτερα ευάλωτος σε κάθε είδους αναταράξεις του διεθνούς περιβάλλοντος (γεωπολιτικό, συναλλαγματικός κίνδυνος, εξωτερική ζήτηση κ.ά.). Το γεγονός αυτό καθιστά αμφίβολο τον δυναμισμό του κλάδου για μεγάλη περίοδο, με δεδομένη και την πρόσφατη εμπειρία με τις πιο συχνές και έντονες περιόδους κρίσεων (χρηματοπιστωτική, υγειονομική, πληθωριστική και ενεργειακή).
Επιπλέον, για να είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο το τουριστικό προϊόν της χώρας, θα πρέπει να ενισχυθούν σημαντικά οι διαθέσιμες υποδομές και να αποτραπεί η διαφαινόμενη υπερεκμετάλλευση που θα οδηγήσει σε απώλεια της αξίας του. Θα πρέπει επίσης να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των κενών θέσεων εργασίας οι οποίες αυξήθηκαν σημαντικά τον τελευταίο χρόνο για τον τουριστικό κλάδο, ενώ η ζήτηση εργασίας ικανοποιείται πιο δύσκολα σε σχέση με το παρελθόν.
Παράλληλα, η ισόρροπη και βιώσιμη ανάπτυξη προϋποθέτει μετάβαση σε ένα παραγωγικό μοντέλο προσανατολισμένο στις εξαγωγές με έμφαση και σε άλλους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας (μεταποίηση, πρωτογενής ποιοτική παραγωγή, νέες τεχνολογίες κ.ά.). Στο νέο παραγωγικό μοντέλο ιδιαίτερη πρόκληση αποτελεί η διακλαδική διασύνδεση της τουριστικής κατανάλωσης με την εγχώρια παραγωγή, καθώς είναι βέβαιο ότι θα προσδώσει σημαντική προστιθέμενη αξία.
Τι μας λέει η δαπάνη
Από την πλευρά της δαπάνης, επισημαίνεται ότι τη μεγαλύτερη συμβολή στην ανάπτυξη του 2021 και των πρώτων τριμήνων του 2022 είχε η ιδιωτική κατανάλωση των νοικοκυριών η οποία εξάλλου αποτελεί το 68% του ελληνικού ΑΕΠ έναντι 51% στην ευρωζώνη.
Όπως γνωρίζουμε, η αύξηση της ιδιωτικής ζήτησης τα τελευταία τρίμηνα αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη των πολιτών για κατανάλωση κυρίως υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναψυχή (τουρισμό, εστίαση κ.ά.), μετά από τη διετή περίπου αναβολή τους λόγω των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Στηρίχθηκε μάλιστα η αύξηση αυτή της κατανάλωσης στην αξιοποίηση των αποταμιεύσεων του προηγούμενου διαστήματος, αλλά και στα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων έναντι των επιπτώσεων της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης.
Όμως, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών, από το γ΄ τρίμηνο του 2021 γίνεται όλο και πιο αρνητικό και διαμορφώθηκε σε -14,2% με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το β΄ τρίμηνο του 2022. Ακόμα, η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης έχει ήδη αντιστραφεί σε ελαφρώς συσταλτική μετά τη λήξη των έκτακτων μέτρων και αναμένεται να είναι πιο περιοριστική τα επόμενα έτη.
Κατά συνέπεια, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας με κινητήρια δύναμη την αυξημένη δαπάνη των νοικοκυριών δεν φαίνεται να είναι διατηρήσιμη για μεγάλο διάστημα, καθώς στηρίχθηκε κυρίως σε έκτακτους παράγοντες, που όχι μόνο δεν υφίστανται πλέον αλλά έχουν μάλλον αντιστραφεί (συμπιεσμένη ζήτηση και ανάγκη για αναψυχή κ.ά.). Επιπλέον, σταδιακά στερείται τις βασικές πηγές χρηματοδότησής της, που ήταν η δημιουργία πρωτογενών ελλειμμάτων και η αναγκαστική αποταμίευση των νοικοκυριών κατά την περίοδο των περιορισμών που επιβλήθηκαν λόγω της πανδημίας.
Επισημαίνεται ακόμα ότι η αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών τα τελευταία έτη δεν ήταν κοινωνικά δίκαιη. Τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν το 2021 τις δαπάνες τους κατά 2,6%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 10,7%. Καθώς όμως τα φτωχότερα νοικοκυριά έχουν υψηλότερη (οριακή) ροπή για κατανάλωση σε σχέση με τα πλουσιότερα, η άνιση διεύρυνση της καταναλωτικής δαπάνης έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό στο δυναμισμό της συνολικής κατανάλωσης και συνεπώς του ΑΕΠ. Η αντιμετώπιση των οικονομικών ανισοτήτων αποτελεί σημαντική πρόκληση για την διατήρηση της ανάπτυξης.
Τι μας λένε τα εισοδήματα
Από την πλευρά των εισοδημάτων έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η εξέλιξη στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών που σε περιόδους έντονων πληθωριστικών πιέσεων είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορεί να στηρίξει την πολυπόθητη ανάπτυξη.
Πράγματι, με βάση όλες τις διαθέσιμες εκτιμήσεις, τα ελληνικά νοικοκυριά την τριετία 2022-24 αναμένεται να χάσουν περίπου το 20% του πραγματικού εισοδήματος και της αγοραστικής τους δύναμης εξαιτίας της δραματικής αύξησης των τιμών. Η απώλεια αυτή θα είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη για τα φτωχότερα νοικοκυριά που καταναλώνουν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους σε ενέργεια και σε είδη πρώτης ανάγκης.
Μία πρώτη ένδειξη των απωλειών αυτών προκύπτει από τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το διαθέσιμο εισόδημα. Το β΄ τρίμηνο του 2022 το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών, ενώ αυξήθηκε σε ονομαστικούς όρους κατά 1,7% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους, μειώθηκε σε πραγματικούς όρους κατά 6,5% (Τράπεζα Ελλάδος, Νομισματική Πολιτική Ενδιάμεση Έκθεση, Δεκέμβριος 2022).
Οι εξελίξεις αυτές, με την ήδη καταγεγραμμένη για το 2022 και την αναμενόμενη για τα επόμενα τρίμηνα σημαντική απώλεια του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών, δυσχεραίνουν τη διατήρηση των θετικών ρυθμών μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας και δημιουργούν έδαφος για κοινωνικές εντάσεις που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή.
(Ο Θεόδωρος Μ. Μητράκος είναι Διευθυντής - Σύμβουλος & πρώην Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος- Το Άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)