Τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη θέλουν να αποτρέψουν τη μετανάστευση της βιομηχανίας τους και να προσελκύσουν νέες πράσινες επενδύσεις – γιατί, αν μεταναστεύσει το πιο ισχυρό βιομηχανικό κεφάλαιο πέραν του Ατλαντικού, θα υποβαθμιστεί η θέση τους στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, με όσα αυτό συνεπάγεται. Ωστόσο, στο ευρωπαϊκό σχέδιο αντιστάθμισης του πακέτου Μπάιντεν, φαίνεται αποδυναμωμένη η ιδέα της κοινής πανευρωπαϊκής δράσης. Η αλληλεγγύη (ένα κρίσιμο στοιχείο που θα μπορούσε να προσδώσει μεγάλη ώθηση στην ευρωπαϊκή προσπάθεια...) υποχωρεί.
Εως πρόσφατα, το θέμα μιας νέας κοινής χρηματοδότησης των κρατών-μελών για να ανανεώσουν τη βιομηχανική βάση της οικονομίας τους, παρέμενε ανοικτό. Τελικά, η απροθυμία της Γερμανίας και η κάθετη αντίδραση της Γαλλίας έπεισαν την Κομισιόν να περιοριστεί σε δύο ιδέες: (α) Διευκόλυνση και επιτάχυνση της διαδικασίας για εθνικές κρατικές ενισχύσεις και (β) ανακατανομή ήδη αποφασισμένων κονδυλίων, με αφαίρεση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και από άλλα ευρωπαϊκά ταμεία υπέρ της νέας προτεραιότητας. Αντί για φρέσκα λεφτά, όσα δοθούν ως κοινή χρηματοδότηση θα έχουν εξοικονομηθεί/ περικοπεί από άλλες ευρωπαϊκές δράσεις – που είχαν κριθεί (και επί της ουσίας παραμένουν) αναγκαίες, αλλά τώρα μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Η φειδωλή Ευρώπη (αυτο)περιορίζει τις δυνατότητες της Ευρώπης και το βεληνεκές ενός πράγματι φιλόδοξου σχεδίου για την αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.
Στην πράξη, τα κράτη με ισχυρά δημοσιονομικά θα επιδοθούν σε άφθονες ενισχύσεις, διακινδυνεύοντας με κατακερματισμό την ενιαία αγορά και αναστρέφοντας μια ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη. Κάτι ανάλογο είχε γίνει στην πανδημία: Οι εταιρείες που είχαν βάση σε ισχυρά κράτη ενισχύθηκαν κεφαλαιακά και βγήκαν από την κρίση πιο ισχυρές έναντι των ανταγωνιστών τους στις φτωχότερες χώρες. Αν κάτι τέτοιο επαναληφθεί, οι φτωχότερες χώρες θα μείνουν πίσω. Η φειδωλή Ευρώπη, για να υποστηρίξει ότι δήθεν δεν χρειάζονται νέα, φρέσκα λεφτά, προσφεύγει σε δύο επιχειρήματα. Ενα, ότι δεν έχουν απορροφηθεί τα κεφάλαια του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (Τ.Α.), άρα μπορούν/επιβάλλεται να διατεθούν στις νέες προτεραιότητες. Η αλήθεια είναι ότι (επειδή η περίοδος για κατανομή των κεφαλαίων του Τ.Α. σε δράσεις/έργα είναι μικρή, λήγει στα τέλη του χρόνου) οι σχετικές διαδικασίες σε όλη την Ευρώπη γίνονται με πρωτοφανείς ταχύτητες, δεν έχει εμφανιστεί κανένα πρόβλημα όσον αφορά τον έγκαιρο σχεδιασμό ή/και την απορρόφηση. Αρα, αυτό το επιχείρημα δεν ευσταθεί. Το δεύτερο επιχείρημα πατάει στην κακοδιαχείριση: Γιατί να δοθούν νέοι, πρόσθετοι πόροι, γιατί να υπερδανείζεται η Ευρωπαϊκή Ενωση για να τους αντλήσει, αφού και αυτοί που δίδονται δεν τυγχάνουν μιας νοικοκυρεμένης, συνετής διαχείρισης; Προς επίρρωση, δε, γίνεται επίκληση της εμπειρίας από το SURE, το ταμείο για τη στήριξη της απασχόλησης επί πανδημίας: Δαπανήθηκαν 98,4 δισ. ευρώ, αλλά σήμερα ακόμη παραμένει άγνωστο αν και πόσες θέσεις εργασίας πράγματι διέσωσαν ενώ, με μία εξαίρεση, σε όλες τις χώρες έγιναν παρατυπίες και απάτες στη διαχείρισή τους. Μάλιστα, σε ορισμένες χώρες ζητούνται πίσω τα λεφτά από όσους δεν τα δικαιούνταν. Σε άλλες, πάλι, δεν γίνεται τίποτα. Σε αυτήν την κατηγορία είναι και η χώρα μας. Καθ’ ημάς, δεν γίνεται τίποτα, διότι έτσι συνηθίζεται – πολύ περισσότερο όταν είμαστε σε προεκλογική περίοδο και κανείς δεν θέλει να χαλάσει καρδιές. Αυτή η πρακτική, σε συνδυασμό με την πελατειακή διαχείριση δισεκατομμυρίων ευρώ την τελευταία τριετία, δεν διευκολύνει την Ελλάδα να μιλήσει πειστικά υπέρ της νέας κοινής ευρωπαϊκής χρηματοδότησης. Οι αμαρτίες του χθες γίνονται εμπόδιο στο σήμερα.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)