Ο μύθος λέει ότι σε καιρούς ταραγμένους και ευμετάβλητους, μια χώρα έχει ανάγκη από κυβερνήσεις που να παίρνουν αποφάσεις στα γρήγορα, χωρίς πολλά πολλά. Με άλλα λόγια, ότι χρειάζεται κυβερνήσεις κοινοβουλευτικά αυτοδύναμες (ελέω, βεβαίως, εκλογικού νόμου…) κι όχι κάποια «δυσλειτουργική» κυβέρνηση συνεργασίας.
Θα παρατηρούσε κανείς ότι οι λαοί των 22 από τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιλέγουν κυβερνήσεις συνεργασίας. Ίσως -θα απαντούσε κάποιος άλλος- είναι θέμα «κουλτούρας». Ίσως, πάλι, εκείνοι οι λαοί δεν ευτύχησαν να έχουν νουνεχείς ηγέτες που θα τους διαφώτιζαν επί του θέματος, με αποτέλεσμα να μην κατανοούν ποιο είναι «το καλό τους» σε ταραγμένους καιρούς, και να προκρίνουν κυβερνήσεις συνεργασίας.
Τί δείχνει η καθ’ ημάς εμπειρία;
Με την απερχόμενη αυτοδύναμη κυβέρνηση, αρκετά πράγματα καθυστέρησαν: Η αποκατάσταση της νομιμότητας και της ελευθερίας διακίνησης των ιδεών στα ΑΕΙ, εκ των κεντρικών προεκλογικών δεσμεύσεών της, τέσσερα χρόνια μετά δεν έχει γίνει -η δε περιβόητη πανεπιστημιακή αστυνομία διαλύθηκε και οι προσληφθέντες κατανεμήθηκαν σε αστυνομικά τμήματα. Η έγκαιρη απόδοση της δικαιοσύνης ήταν άλλη μία κεντρική δέσμευση. Τέσσερα χρόνια μετά, καθεστώς είναι οι καθυστερήσεις που ισοδυναμούν με μη απόδοση δικαιοσύνης σε βάρος του πολίτη, της ανάπτυξης και της δημοκρατίας. Η αξιολόγηση στο δημόσιο ήταν μια τρίτη δέσμευση. Στάλθηκε στις καλένδες. Η ασφάλεια του πολίτη, ήταν μια τέταρτη δέσμευση. Αντ’ αυτής, γίναμε μάρτυρες της Greek Mafia.
Υπάρχουν και άλλα, βεβαίως, που πράγματι έγιναν ταχύτατα, και που δεν θα γίνονταν αν δεν υπήρχε αυτοδύναμη κυβέρνηση αλλά κυβέρνηση συνεργασίας: Σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, παράδειγμα, δεν θα μπορούσε ο πρωθυπουργός να αλλάξει το νόμο για να διορίσει κάποιον αδίστακτο ως διοικητή της ΕΥΠ και να υποκλέπτονται οι συνδιαλέξεις του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, υπουργών, επιχειρηματικών, δημοσιογράφων -και, πάντως, δεν θα υπήρχε συγκάλυψη του σκανδάλου 10 μήνες μετά. Και -μια εύλογη υπόθεση- τα φαινόμενα διαφθοράς θα ήταν περιορισμένα, αφού εκ των πραγμάτων, λόγω αλληλο-ελέγχου, θα υπήρχαν κάποια αναχώματα σε νταραβέρια και «μη θεσμικές» πρακτικές.
Στην ουσία του θέματος: Γιατί χρειαζόμαστε κυβερνήσεις συνεργασίας; Γιατί η χώρα, για να αναπτυχθεί έχει ανάγκη δύσκολες τομές και μεταρρυθμίσεις. Κι αυτές δεν μπορεί να τις κάνει μια κυβέρνηση λαϊκής μειοψηφίας και οριακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Μπορούν να τις επιχειρήσουν κυβερνήσεις ευρείας λαϊκής στήριξης, ήτοι συνεργασίας. Αυτές θα μπορούσαν να αποδειχτούν ισχυρές και με φιλοδοξίες να διεκδικήσουν την πολιτική σταθερότητα.
Αυτά που πρέπει να αλλάξουν είναι καταγεγραμμένα, από το αλήστου μνήμης σχέδιο Πισσαρίδη μέχρι την πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος. Για να αλλάξουν, θα απαιτηθούν μεγάλες συγκρούσεις. Και σε αυτές μόνο κυβερνήσεις ευρείας στήριξης, ισχυρής λαϊκής πλειοψηφίας, δηλαδή κυβερνήσεις συνεργασίας, με ταυτόχρονη ισχυρή βούληση για μεταρρυθμίσεις και επεξεργασμένο σχέδιο θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν.
Αν μπορούν να υπάρξουν τέτοιες προϋποθέσεις στο άμεσο μέλλον είναι ένα ερώτημα. Κι αν θα μπορούσε να σχηματιστεί μια τέτοια κυβέρνηση είναι ένα στοίχημα που φαίνεται ότι δεν έχει πολλές πιθανότητες να βγει. Είναι, όμως, ευκολότερα προβλέψιμη η άλλη όψη του νομίσματος: Ότι δεν θα μπορέσει να λύσει αυτά τα προβλήματα οποιαδήποτε κυβέρνηση λαϊκής μειοψηφίας και οριακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, που δεν θα απολαμβάνει της εμπιστοσύνης και της στήριξης μεγάλου μέρους της κοινωνίας.
Γιατί χωρίς αυτήν την εμπιστοσύνη, είτε δεν θα θελήσει να συγκρουστεί με τα κακώς κείμενα (όπως έκανε η απερχόμενη, παρότι είχε μια εν λευκώ κοινωνική εξουσιοδότηση και, επίσης, την ευχέρεια να μοιράζει δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις δια πάσα νόσο…) είτε θα ηττηθεί πριν καλά καλά αποφασίσει να συγκρουστεί. Κι έτσι, πιθανότερο είναι να αρκεστεί να κάνει αυτό που μέχρι σήμερα κάνουν όλες, σχεδόν, οι κάθε φορά «ισχυρές» αυτοδύναμες κυβερνήσεις: Να διαχειριστεί το κράτος ως λάφυρο.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)