Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε μια διαδικασία μετασχηματισμού. Εξελίσσονται τρεις διακριτές, ωστόσο αλληλεξαρτώμενες, διαδικασίες μετάβασης με πολύ ισχυρό αποτύπωμα στο αναπτυξιακό υπόδειγμα και στις κοινωνίες των χωρών-μελών. Οι πιο εξόφθαλμες από αυτές είναι η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση οι οποίες θα επιφέρουν εκτεταμένες επιπτώσεις στον τρόπο οργάνωσης της οικονομικής και της παραγωγικής βάσης. Ωστόσο, αυτή που δημιουργεί συνθήκες ριζικού μετασχηματισμού είναι η μετάβαση στη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, στη μείωση της εξάρτησής της στις αλυσίδες εφοδιασμού πρώτων υλών και ενέργειας.
Για την ελληνική οικονομία οι προκλήσεις είναι πιο μεγάλες και επιτακτικές, καθώς παρουσιάζει μεγαλύτερο πρόβλημα εξάρτησης σε ενδιάμεσα και τελικά αγαθά. Έχει χαμηλή ροπή προς την έρευνα και την ανάπτυξη καινοτόμων αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και στην εξειδίκευση σε ανταγωνιστικές ρουτίνες στην επιχειρηματική οργάνωση και τις επενδυτικές επιλογές της στη βιομηχανία και στις υπηρεσίες. Χρειάζεται σημαντική ενίσχυση στις υποδομές, στους αναπτυξιακούς θεσμούς, στη διακλαδική ολοκλήρωσή και νέες ιεραρχήσεις στη χρηματοδότηση και στην ποιότητα της εργασίας για να μεταβεί σε μια κατάσταση βιώσιμης και διατηρήσιμης παραγωγικότητας. Προϋπόθεση για να γίνουν αυτά είναι ο σχεδιασμός μιας βιομηχανικής στρατηγικής που θα στηρίζεται στη γνώση. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει διορατικότητα, σύνεση και ορθολογισμό.
Τα ζητήματα αυτά θα έπρεπε να τίθενται με επιστημονική επάρκεια, εξειδίκευση και σαφή προγραμματικό λόγο και να βρίσκονται στον πυρήνα της πολιτικής αντιπαράθεσης στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο. Θα έπρεπε να αποτελούν τα προσδιοριστικά στοιχεία του οικονομικού και του κοινωνικού οραματισμού βάσει του οποίου θα τοποθετούνταν ο κάθε πολιτικός φορέας για το μέλλον της χώρας. Και όχι μόνο αυτά.
Μια μετασχηματιστική οικονομική μετάβαση πρέπει να είναι κοινωνικά βιώσιμη. Ο ευρωπαϊκός πυλώνας κοινωνικών δικαιωμάτων και η Ατζέντα 2030 για τη βιώσιμη ανάπτυξη του ΟΗΕ έχουν θέσει το πλαίσιο της βιωσιμότητας της κοινωνικής μετάβασης. Ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη με σταθερότητα τιμών, ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς, πλήρης και παραγωγική απασχόληση, αξιοπρεπείς και δίκαιες αμοιβές, υψηλό επίπεδο προστασίας και ασφάλειας του εργαζόμενου ανθρώπου και ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου και των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Επομένως, το κεντρικό ζήτημα στον δημόσιο διάλογο κατά την τρέχουσα προεκλογική περίοδο θα έπρεπε να είναι η δημοσιοποίηση επεξεργασμένων και συγκεκριμένων προτάσεων που θα αποκάλυπταν έναν σαφή σχεδιασμό των συνθηκών επίτευξης της κοινωνικής βιωσιμότητας και της ανθεκτικότητας ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος. Μια δημόσια συζήτηση για την επιλογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, καθώς και των ποιοτικών και των ποσοτικών δεικτών αξιολόγησης της κατεύθυνσης του οικονομικού μετασχηματισμού ο οποίος θα λάβει χώρα και θα καθορίσει την ανάπτυξη, την ευημερία, την κοινωνική συνοχή, την αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της χώρας και την ποιότητα της δημοκρατίας μας.
Αντίθετα, η δημόσια συζήτηση και αντιπαράθεση έχει επικεντρωθεί σχεδόν αποκλειστικά στην αξιοπιστία της κοστολόγησης προτάσεων που αφορούν πρωτίστως τη δημοσιονομική διαχείριση της κρίσης κόστους ζωής. Προτάσεις που στην πλειονότητά τους παρουσιάζονται αποκομμένες από τους περιορισμούς που δημιουργούνται από τις νέες δημοσιονομικές και νομισματικές συνθήκες στην ΕΕ, τη μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημοσιονομικού συστήματος, την αναπτυξιακή και δίκαιη αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος και την αποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών.
Σε μια χώρα όπου είναι ακόμη πολύ νωπή η εμπειρία της δημοσιονομικής κρίσης και της λιτότητας, η οποία θέλει να είναι μέλος της Ευρωζώνης και χαρακτηρίζεται από υπερσυσσώρευση δημόσιου χρέους, η τεχνοκρατική εκτίμηση του κόστους των προτεινόμενων οικονομικών προγραμμάτων θα έπρεπε να είναι αυτονόητη και απολύτως διάφανη. Και η αξιοπιστία της εκτίμησης να μην περιορίζεται μόνο στο κόστος μιας πρότασης, αλλά και στη μέτρηση των μακροοικονομικών, των αναπτυξιακών και των κοινωνικών επιδράσεών της.
Αυτό θα ήταν για την πολιτική μια ένδειξη επίγνωσης των λαθών του παρελθόντος, συμπεριφορικών αλλαγών και κυρίως ηθικής ευθύνης απέναντι στην κοινωνία και στις νέες γενιές. Θα ήταν ένα σημάδι της μετάβασης της πολιτικής στο μέλλον, σε έναν νέο ιστορικό κύκλο σύνεσης, εμπιστοσύνης και ισχυροποίησης της δημοκρατίας. Δυστυχώς, η προεκλογική πολιτική αντιπαράθεση μέχρι σήμερα φαίνεται ότι εξακολουθεί να διαμορφώνεται βάσει συνηθειών του παρελθόντος, την ίδια στιγμή που η οικονομία δέχεται ισχυρές πιέσεις και προκλήσεις από το μέλλον.
(Ο Γιώργος Αργείτης είναι καθηγητής ΤΟΕ, ΕΚΠΑ, Επιστημονικός Διευθυντής του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)