Μερικές πινελιές: Πόλεμοι σε περιοχές που παράγουν απαραίτητες πρώτες ύλες και πολύτιμα εμπορεύματα, απροσδόκητα υψηλός και επίμονος πληθωρισμός παράλληλα με ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης που επιβραδύνονται, αυστηρή νομισματική πολιτική χωρίς βεβαιότητες για τη διάρκειά της, εκνευρισμός και αναστατώσεις στις αγορές χρήματος (ομόλογα) και κεφαλαίου (χρηματιστήρια), διεύρυνση των ανισοτήτων εις βάρος της εργασίας εξαιτίας της καλπάζουσας μείωσης της πραγματικής αξίας των μισθών. Χρωματίζουν έντονα την παγκόσμια οικονομία στις μέρες μας και, χωρίς να είναι ίδιες οι καταστάσεις, τη χρωμάτιζαν έντονα και πριν από 50 χρόνια, στη 10ετία του 1970.
Τότε η κρίση είχε λήξει με την τερατώδη αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων που έκανε ο Πολ Βόλκερ ένα σαββατόβραδο τέτοιο μήνα, το 1979, την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στις ανεπτυγμένες χώρες, την κατάρρευση των οικονομιών πολλών αναπτυσσόμενων χωρών λόγω της εκτόξευσης επιτοκίων και δολαρίου που φούσκωσαν τα χρέη τους, την αποκαθήλωση του (ξεθυμασμένου) κεϋνσιανισμού της νεοκλασικής σύνθεσης και, τέλος, την επικράτηση συντηρητικών ιδεών, που ωρίμαζαν περιμένοντας να έρθει η ώρα τους: απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, πώληση των κρατικών επιχειρήσεων και, συχνά, μετατροπή τους από κρατικά σε ιδιωτικά μονοπώλια, απελευθέρωση των αγορών.
Η υπέρβαση εκείνης της κρίσης σηματοδότησε τον θρίαμβο του νεοφιλελευθερισμού. Η σύγχρονη κρίση φαίνεται να σηματοδοτεί το αντίστροφο: τη μεγάλη επιστροφή του κράτους.
«Αποτελούν άραγε παρελθόν οι ελεύθερες αγορές;», αναρωτιόταν ο Economist στις αρχές της εβδομάδας. Ο προστατευτισμός, οι υψηλές κρατικές επιδοτήσεις και κρατικές παρεμβάσεις στο διεθνές εμπόριο, οι εύθραυστες αλυσίδες εφοδιασμού των αγορών με πρώτες ύλες/εμπορεύματα, οι εντεινόμενες απειλές της εθνικής κυριαρχίας, οι σκληρές συγκρούσεις που χαρακτηρίζουν τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας, η αφόρητη άνοδος του κόστους ζωής εξαιτίας, εν πολλοίς, αυτού που διεθνώς καταγράφεται ως «πληθωρισμός απληστίας», όλα αυτά προκαλούν την παρέμβαση των κυβερνήσεων. Αυτό είναι εύλογο. Το παράλογο –γράφει– είναι ότι η ιδέα των ελεύθερων αγορών έχει πεταχτεί στο περιθώριο, αυτό είναι αιτία μεγάλης ανησυχίας. Είναι έτσι;
Ως γνωστόν, οι αγορές ποτέ δεν ήταν ελεύθερες. Αλλοτε τα περιθώρια λειτουργίας τους γίνονται πιο ελαστικά και ευρύτερα, στο μέτρο που πείθεται η κοινωνία ότι οι αγορές μπορούν να λύσουν προβλήματα και να βελτιώσουν τη ζωή της. Αλλοτε τα περιθώριά τους στενεύουν και περιορίζονται, όταν της φαίνεται ότι το παρατράβηξαν ή πιστεύει ότι έχουν προκληθεί προβλήματα που μόνο αν μπει μπροστά το κράτος μπορούν – ίσως– να λυθούν. Περιστασιακά, πρόσκαιρα;
Οχι. Ισως ζούμε την ανατροπή της ανατροπής της 10ετίας του 1970. Μισός αιώνας κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού οδήγησε την ανθρωπότητα στο χείλος της καταστροφής, όπως φαίνεται με τρόπο που δεν μπορεί στα σοβαρά να αμφισβητηθεί. Τα αδιέξοδα προφανή, σε έναν κατακερματισμένο κόσμο που πλήττουν πολλαπλές κρίαλληλοτροφοδοτούμενες, στην εποχή της πολυκρίσης: κλιματική κρίση, υγειονομική, μεταναστευτική, οικονομική και ενεργειακή κρίση, επισιτιστική κρίση, πόλεμοι στην καρδιά της Ευρώπης και στη Μέση Ανατολή.
Αυτό που, σε αντίθεση με τη 10ετία του 1970, δεν φαίνεται να έχει τύχει μεγάλης επεξεργασίας και, σίγουρα, δεν έχει ωριμάσει, είναι ένα συνεκτικό πλαίσιο αξιών, αρχών και ιδεών για το ξεπέρασμα της πολυκρίσης. Ο μεγάλος κίνδυνος είναι το κράτος να αναλάβει τα ηνία μεν, αλλά τελικά να μην μπορέσουμε να προσαρμοστούμε ώστε έγκαιρα να αντιμετωπίσουμε τα σωρευτικά φαινόμενα της πολυκρίσης. Υπάρχει άλλος ένας τουλάχιστον. Η μεγάλη επιστροφή του κράτους να μη σημάνει την επιστροφή ενός δημοκρατικού και αποτελεσματικού κράτους.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την "Καθημερινή" της Κυριακής)