Το πρώτο κακό μαντάτο, χθες, ήρθε από την Τράπεζα της Ελλάδας. Τα στοιχεία λοιπόν δείχνουν μεγάλη μείωση των αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα. Τον ιανουάριο κατά 5,238 δισεκατομμύρια ευρώ!
Προφανέστατα οι αναλογικά μικρές αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις σε σχέση με την ακρίβεια στην αγορά που καλπάζει, είχε ως αποτέλεσμα τα νοικοκυριά να σηκώνουν τις αποταμιεύσεις τους για να τα βγάλουν πέρα.
Στις καταθέσεις κατέφυγαν και οι επιχειρήσεις, για να αντιμετωπίσουν τις αυξημένες δαπάνες τους και τα μειωμένα έσοδα τους.
Επιπλέον, τον πρώτο μήνα του τρέχοντος έτους, οι τράπεζες χορήγησαν σημαντικά μειωμένα δάνεια, τόσο λόγω αυστηρότατων κριτηρίων που αποκλείουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά από την τραπεζική χρηματοδότηση, όσο και λόγω απαράδεκτα υψηλών επιτοκίων που κάνουν παντελώς ασύμφορη την δανειοδότηση.
Αυτή είναι η σκληρή αλήθεια και όχι όσα η κυβέρνηση Μητσοτάκη θέλει να «περάσει», διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, περί δήθεν βελτίωσης των εισοδημάτων των πολιτών και συγκράτησης των αυξήσεων των τιμών.
Και ήρθε και το δεύτερο κακό μαντάτο, αυτή τη φορά από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, που ανέδειξε την Ελλάδα αρνητική δευτεραθλήτρια στις αυξήσεις στις τιμές του ελαιολάδου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat στην Ελλάδα –που είναι και από τις μεγαλύτερες ελαιοπαραγωγούς χώρες της ΕΕ- η αύξηση μέσα σε ένα χρόνο ανήλθε στο εξωφρενικό 67%!
Μόνο στην Πορτογαλία υπήρξε μια ελαφρώς μεγαλύτερη αύξηση της τάξης του 69%, ενώ σε επίπεδο ΕΕ η αύξηση ήταν της τάξης του 50%.
Βέβαια υπάρχουν και χώρες στις οποίες καταγράφηκαν σημαντικά μικρότερες αυξήσεις τιμών όπως η Ρουμανία (+13%), η Ιρλανδία (+16%) και η Ολλανδία (+18%).
Κατά τα άλλα η κυβέρνηση Μητσοτάκη υποστηρίζει ότι κάνει ότι μπορεί για να συγκρατήσει τις αυξήσεις, αλλά εκ του αποτελέσματος το κάνω ότι μπορώ της κυβέρνησης είναι δεν κάνω τίποτα.
Και δυστυχώς η ακρίβεια δεν αφορά μόνο τα προϊόντα, αλλά ακόμη και σε τομείς όπως η Παιδεία και η Υγεία, που σε κάθε κράτος που θέλει να είναι κοινωνικό δεν θα έπρεπε να υφίστανται.
Προχθές, είδε το φως της δημοσιότητας έρευνα του ΙΝΕ/ ΓΣΕΕ σε συνεργασία με την Alco, όπου οι πολίτες δηλώνουν ότι δαπανούν υψηλότατα ποσά κάθε μήνα για τη μόρφωση τους. Μάλιστα το 49% δήλωσε ότι δαπανά πάνω από 500 ευρώ το μήνα για φροντιστήρια και ξένες γλώσσες, ενώ 30% δήλωσε ότι δαπανά πάνω από 750 ευρώ το μήνα.
Αυτή είναι η δωρεάν δημόσια Παιδεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που τώρα βάζει και στο «κόλπο» των διδάκτρων και την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση με την νομιμοποίηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Όσο για την Δημόσια Υγεία και αυτή δέχεται την επίθεση της κυβέρνησης που μετά τα απογευματινά επί πληρωμή από τους ασθενείς ιατρεία, τώρα καθιερώνει και τα απογευματινά επί πληρωμή για τους ασθενείς χειρουργεία.
Και όλα αυτά τη στιγμή που οι προτεινόμενες ή και εφαρμοζόμενες αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις υπολείπονται του επίσημου πληθωρισμού.
Επιτέλους η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση θα πρέπει να κατανοήσει πως οι αποφάσεις της δεν θα πρέπει να λαμβάνονται με γνώμονα την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων ή την λεγόμενη δημοσιονομική σταθερότητα, αλλά κυρίως με γνώμονα τις αντοχές της κοινωνίας. Και αυτές εξαντλούνται.